σκευαγωγός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκευαγωγός -όν [σκεῦος, ἄγω] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6. | |elnltext=σκευαγωγός -όν [[[σκεῦος]], [[ἄγω]]] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
όν, A conveying goods, ἅμαξαι Poll.10.14; σκευαγωγά baggage-trains, Plu.Pomp.6; also, transport vessels, transports, Str.16.4.23. II as substantive, one who looks to the baggage of an army, baggage-master, X.Cyr.8.5.4.
German (Pape)
[Seite 893] όν, das Geräth wegschaffend; ὁ, Packknecht, Xen. Cyr. 8, 5, 4; τό, Bagagewagen, Plut. Pomp. 6.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui sert à transporter des bagages ; ὁ σκευαγωγός XÉN serviteur chargé des bagages ; τὸ σκευαγωγόν PLUT fourgon pour les bagages.
Étymologie: σκεῦος, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευαγωγός -όν [σκεῦος, ἄγω] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6.
Russian (Dvoretsky)
σκευᾰγωγός: ὁ воен. перевозчик имущества, обозный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
σκευᾰγωγός: -όν, (σκεῦος) ὁ μεταφέρων σκεύη, ἅμαξαι Πολυδ. Ι΄, 14· ἡμίονοι Συνέσ. 118D· τὰ σκευαγωγά, αἱ ἅμαξαι αἱ μεταφέρουσαι τὰ σκεύη, ἔπιπλα κλπ., Πλουτ. Πομπ. 6· - ὡσαύτως καὶ πλοῖα φορτηγά, ἐνεργοῦνται μετακομίσεις, Στράβ. 780. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἐπιτήρησην τῶν ἀποσκευῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 4. Πρβλ. σκευοφόρος.
Greek Monolingual
-ό / σκευαγωγός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή, Ν
αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ.
γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό
α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά αποσκευών
β) σιδηροδρομικό όχημα του ίδιου προορισμού, σκευοφόρος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκευαγωγός
αυτός που επιτηρεί τις αποσκευές ή αυτός που τίς μεταφέρει, αχθοφόρος, χαμάλης («ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν», Ξεν.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευαγωγά
α) άμαξες που μεταφέρουν σκεύη
β) φορτηγά πλοία που ενεργούν μεταφορές («ἐναυπηγήσατο σκευαγωγὰ ἑκατὸν καὶ τριάκοντα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ἀγωγός.
Greek Monotonic
σκευᾰγωγός: -όν (σκεῦος),
I. αυτός που μεταφέρει, κουβαλά αγαθά ή αποσκευές, τὰ σκευαγωγά, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.
II. ως ουσ., επιφορτισμένος με τη φύλαξη των αποσκευών, σε Ξεν.
Middle Liddell
σκευ-ᾰγωγός, όν σκεῦος
I. conveying goods:— τὰ σκ. baggage-wagons, Plut.; transport vessels, Strab.
II. as substantive a baggage-master, Xen.