πολύχους: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύχους -ουν, contr., Ion. πολύχοος -οον [πολύς, χέω] in overvloed stromend:; ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι ondanks een gering volume verspreiden zij (zoete en vette etenswaren) zich overvloedig Hp. Vict. 2.56; πολύχους καρπός overvloedige oogst Luc. 54.27; overdr.. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις als de oppositie zeer productief is Aristot. Rh. 1418b9.
|elnltext=πολύχους -ουν, contr., Ion. πολύχοος -οον [[[πολύς]], [[χέω]]] in overvloed stromend:; ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι ondanks een gering volume verspreiden zij (zoete en vette etenswaren) zich overvloedig Hp. Vict. 2.56; πολύχους καρπός overvloedige oogst Luc. 54.27; overdr.. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις als de oppositie zeer productief is Aristot. Rh. 1418b9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[πολύχοος]].
|ptext=zusammengezogen aus [[πολύχοος]].
}}
}}

Revision as of 14:03, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχους Medium diacritics: πολύχους Low diacritics: πολύχους Capitals: ΠΟΛΥΧΟΥΣ
Transliteration A: polýchous Transliteration B: polychous Transliteration C: polychous Beta Code: polu/xous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύχοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att., v. πολύχοος.

Greek Monolingual

-ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, -οον, ή πολυχόοος, -όον, Α
1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά
2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.)
3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να διαχυθεί και να λάβει μεγάλη έκταση, άφθονοςπολύχους κόπρος», Ηράκλ.)
4. πολυειδής, ποικίλος («πολύχουν τὸ τῶν φυτῶν γένος», Θεόφρ.)
5. συχνός, συνήθης, όχι σπάνιος («πολύχουν κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή», Φίλ.)
6. μτφ. (για συγγραφέα ή ρήτορα) γόνιμος («τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος», Φιλόδ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύχουν και πολύχοονπολυχόον
η ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. ολιγό-χους].

Russian (Dvoretsky)

πολύχους: стяж. = πολύχοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχους -ουν, contr., Ion. πολύχοος -οον [πολύς, χέω] in overvloed stromend:; ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι ondanks een gering volume verspreiden zij (zoete en vette etenswaren) zich overvloedig Hp. Vict. 2.56; πολύχους καρπός overvloedige oogst Luc. 54.27; overdr.. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις als de oppositie zeer productief is Aristot. Rh. 1418b9.

German (Pape)

zusammengezogen aus πολύχοος.