ἀπαμβλίσκω: Difference between revisions
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀπαμβλώσω, <i>ao.</i> [[ἀπήμβλωσα]];<br /><b>1</b> [[avorter]];<br /><b>2</b> faire tomber les fruits avant leur maturité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀμβλόω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀπαμβλώσω, <i>ao.</i> [[ἀπήμβλωσα]];<br /><b>1</b> [[avorter]];<br /><b>2</b> [[faire tomber les fruits avant leur maturité]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀμβλόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:51, 30 November 2022
English (LSJ)
A make abortive, καρπούς produce abortive fruit, Plu. Arat.32. II intr., miscarry, aor. ἀπήμβλωσε, Id.Pomp.53.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀπήμβλωσε Plu.Pomp.53]
1 malograr καρπούς Plu.Arat.32.
2 intr. abortar Plu.Pomp.53.
German (Pape)
[Seite 277] (s. ἀμβλίσκω), eine Fehlgeburt thun, ἀπήμβλωσε Plut. Pomp. 53; δένδρα ποιεῖ ἄφορα καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν Arat. 32, bewirkt, daß die Bäume nicht tragen und die Früchte, die sie angesetzt haben, vor der Reise verlieren.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαμβλώσω, ao. ἀπήμβλωσα;
1 avorter;
2 faire tomber les fruits avant leur maturité.
Étymologie: ἀπό, ἀμβλόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμβλίσκω:
1 преждевременно рожать (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);
2 преждевременно сбрасывать (καρπούς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμβλίσκω: καθιστῶ τι ἀτελεσφόρητον, καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν «ἀτελεσφορήτους ποιεῖν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀπαμβλισκουσῶν γυναικῶν· καρποὺς δὲ τοὺς σιτικοὺς λέγει ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὰ δένδρα» (Σημ. Κοραῆ), Πλουτ. Ἄρατ. 32. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ γυναικός, ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν: ἀόρ. ἀπήμβλωσε, ὁ αὐτ. Πομπ. 53.
Greek Monolingual
ἀπαμβλίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να μη τελεσφορήσει, να μη καρποφορήσει
2. (αμτβ.) (για γυναίκα) κάνω αποβολή, αποβάλλω.
Greek Monotonic
ἀπαμβλίσκω: μέλ. -αμβλώσω, αόρ. αʹ -ήμβλωσα·
I. εμποδίζω κάτι να τελεσφορήσει, καθιστώ κάτι ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την κύηση), σε Πλούτ.
II. αμτβ., αποβάλλω το έμβρυο κατά την κύηση, ατυχώ ως προς την έκβαση της εγκυμοσύνης, στον ίδ.