στεάτινος: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=steatinos | |Transliteration C=steatinos | ||
|Beta Code=stea/tinos | |Beta Code=stea/tinos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], η, ον,</b> (στέαρ ''ΙΙ'') = [[σταίτινος]], <span class="bibl">Aesop.58</span>:—also στεατ-ίτης [ῑ] (sc. [[πλακοῦς]]), ὁ, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[πίονες]]. | |Definition=[<b class="b3">ᾱ], η, ον,</b> (στέαρ ''ΙΙ'') = [[σταίτινος]], <span class="bibl">Aesop.58</span>:—also στεατ-ίτης [ῑ] (''[[sc.]]'' [[πλακοῦς]]), ὁ, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[πίονες]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, (στέαρ ΙΙ) = σταίτινος, Aesop.58:—also στεατ-ίτης [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.
German (Pape)
[Seite 931] von Talg, Sp. – Auch = σταίτινος, Aesop. fab. 18, Ern.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de pâte.
Étymologie: στέαρ.
Russian (Dvoretsky)
στεάτῐνος: Aesop. = σταίτινος.
Greek (Liddell-Scott)
στεάτῑνος: -η, -ον, (στέαρ ΙΙ), = σταίτινος, Αἴσωπ. 36 (Furia)· - ὡσαύτως στεατίτης (ἐξυπακ. πλακοῦς), ὁ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο / στεάτινος, -ίνη, -ον, ΝΑ στέαρ, -ατος]
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από στέαρ
αρχ.
(για άρτο) σταίτινος.