ταπείνωμα: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰπείνωμα:''' ατος τό астр. нижнее положение (sc. τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.). | |elrutext='''τᾰπείνωμα:''' ατος τό астр. нижнее положение (''[[sc.]]'' τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, Astrol., the dejection of a planet (i.e. the sign opposite to that in which it is exalted), opp. ὕψωμα, Plu.2.149a, S.E.M.5.35, Ptol.Tetr.41, PPar.19 bis 19, al. (ii A.D.), PSI4.312.12 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1069] τό, das Erniedrigte; in der Astronomie sind ταπεινώματα der niedrige Stand der Gestirne, im Gegensatz von ὕψωμα; S. Emp. adv. astrol. 35; Cleomed. u. Plut. sept. sap. conv. 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
position inférieure d'un astre.
Étymologie: ταπεινόω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰπείνωμα: ατος τό астр. нижнее положение (sc. τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπείνωμα: τό, τὸ ταπεινωθέν, χαμήλωμα· ― ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ἡ ἀπόκλισις ἀστέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὕψωμα, Πλούτ. 2. 149Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 35. ΙΙ. ταπείνωσις, ταπεινοφροσύνη, Εὐστ. Πονημ. 265. 78.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ ταπεινῶ, -ώνω
νεοελλ.-μσν.
ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
μσν.-αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα
2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη.