ἁλιερκής: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰλῐερκής</b> [[sea]]-[[girt]], [[sea]]-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) (O. 8.25) [[ταί]] θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D &amp; P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)
|sltr=<b>ᾰλῐερκής</b> [[sea]]-[[girt]], [[sea]]-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (''[[sc.]]'' Αἴγιναν.) (O. 8.25) [[ταί]] θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D &amp; P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιερκής Medium diacritics: ἁλιερκής Low diacritics: αλιερκής Capitals: ΑΛΙΕΡΚΗΣ
Transliteration A: halierkḗs Transliteration B: halierkēs Transliteration C: alierkis Beta Code: a(lierkh/s

English (LSJ)

ές, sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9; ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18.

Spanish (DGE)

(ἁλῐερκής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
cercado por el mar χώρα de Egina, Pi.O.8.25, δειράς del Istmo, Pi.I.1.9, ὄχθαι de Cumas, Pi.P.1.18, γαίη Opp.H.3.175.

German (Pape)

[Seite 96] ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσθμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχθη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
enfermé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἕρκος.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιερκής: окаймленный, омываемый морем (ὄχθαι, χώρα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιερκής: -ές, ὁ ἔχων ὅρκος τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34.

English (Slater)

ᾰλῐερκής sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) (O. 8.25) ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)

Greek Monolingual

ἁλιερκής, -ὲς (Α)
αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ερκής (< ἕρκος «φραγμός»).

Greek Monotonic

ἁλιερκής: -ές (ὅλς, ἕρκος), περιτριγυρισμένος από θάλασσα, περίκλειστός από θάλασσα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[ἅλς, ἕρκος
sea-fenced, sea-girt, Pind.