καταχράω: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. impers. 3ᵉ sg. prés.</i> • καταχρᾷ, <i>impf.</i> • κατέχρα, <i>f.</i> • καταχρήσει;<br />suffire.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χράω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. impers. 3ᵉ sg. prés.</i> • καταχρᾷ, <i>impf.</i> • κατέχρα, <i>f.</i> • καταχρήσει;<br />suffire.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χράω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[χράω]]),<br><b class="num">1</b> act. nur in der 3. pers.; Her. 1.164 καταχρᾷ, <i>es ist [[genug]], reicht aus</i>; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς 7.70, die [[Mähne]] diente statt des Helmbusches; καταχρήσει 4.118, [[öfter]]; [[δός]] τι καὶ καταχρήσει [[Phoenix]] bei Ath. VIII.360a.<br><b class="num">2</b> med. (vgl. [[χράομαι]]), <i>[[brauchen]], [[gebrauchen]] zu [[Etwas]]</i>; Plat. oft, εἴς τι, ἐπινοῶν εἰς τὴν αὑτοῦ ποίησιν [[καταχρήσασθαι]] τῷ λόγῳ <i>Critia</i>. 113a, wie <i>Legg</i>. III.700b; οὐ [[δεῖ]] τῷ πιστευθῆναι εἰς τὸ [[μεῖζον]] δύνασθαι κακουργεῖν καταχρῆσθαι Dem. 19.277; κατεχρῶντο τούτοις σύμπασιν ἐπὶ φιλοσοφίαν Plat. <i>Polit</i>. 272c; πρός τινας <i>Symp</i>. 187c, <i>Crat</i>. 426e; ἐν καιρῷ πράξεσιν Isocr. 4.9; ἐμπειρίαις 174; κενῇ προφάσει κατεχρῶ Dem. 18.150; [[öfter]] λόγῳ, <i>einen [[Vorwand]] [[brauchen]], [[vorgeben]], [[sagen]]</i>; auch ohne λόγῳ, οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι [[οὐδεμία]] γένοιτο [[ἀδελφή]] 43.39, vgl. 48.44. – Oft auch = <i>einen schlechten [[Gebrauch]] von [[Etwas]] [[machen]], [[mißbrauchen]]</i>, bes. Sp.; DS. 20.101; Luc. <i>luct</i>. 20; [[NT]]; ὀνόματι, <i>ein Wort in [[uneigentlicher]] [[Bedeutung]] [[brauchen]]</i>, Strab. 5.1.2 und Gramm.; – <i>[[verbrauchen]], [[aufbrauchen]]</i>, τῇ τῶν προγόνων [[δόξῃ]] μὴ καταχρησόμενοι μηδ' ἀναλώσοντες αὐτήν, wo es auch <i>[[mißbrauchen]]</i> sein kann, Plat. <i>Menex</i>. 247a; τί, Lys. 19.22; so steht auch das perf. in pass. Bdtg, τὰ μέγιστα κατακέχρηται, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von μικρὰ παραλελεῖφθαι, Isocr. 4.74; Sp. – <i>Umbringen, [[niedermachen]], [[töten]]</i>, τὸν παῖδα Her. 1.117, ἑωυτόν 1.82; pass., καταχρησθῆναι 9.120; auch Sp., [[καταχρήσασθαι]] τὰ δουλικὰ σώματα Pol. 1.85.1. – Allgemeiner, οὐδ' [[ἥκω]] παραιτησόμενος [[ὑμᾶς]], ἀλλὰ καταχρήσασθέ [[μοι]], εἰ δοκῶ τοιοῦτος [[εἶναι]], <i>macht mit mir, was ihr wollt, [[bestraft]] mich</i>, Aesch. 1.122.<br><b class="num">3</b> ([[κίχρημι]]) <i>sich [[leihen]]</i>, τὰ ὀφειλόμενα καὶ εἰς [[ὅ τι]] ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο Dem. 49.4, vgl. 47.50. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 10: | Line 13: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=only in ionic writers in 3rd sg.]<br />ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the [[mane]] sufficed them for a [[crest]], Hdt.:—impers., [[οὐδέ]] οἱ καταχρήσει [[ὑμέων]] ἀπέχεσθαι nor [[will]] it [[suffice]] him to [[keep]] his hands off you, Hdt. | |mdlsjtxt=only in ionic writers in 3rd sg.]<br />ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the [[mane]] sufficed them for a [[crest]], Hdt.:—impers., [[οὐδέ]] οἱ καταχρήσει [[ὑμέων]] ἀπέχεσθαι nor [[will]] it [[suffice]] him to [[keep]] his hands off you, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 30 November 2022
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. impers. 3ᵉ sg. prés. • καταχρᾷ, impf. • κατέχρα, f. • καταχρήσει;
suffire.
Étymologie: κατά, χράω.
German (Pape)
(χράω),
1 act. nur in der 3. pers.; Her. 1.164 καταχρᾷ, es ist genug, reicht aus; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς 7.70, die Mähne diente statt des Helmbusches; καταχρήσει 4.118, öfter; δός τι καὶ καταχρήσει Phoenix bei Ath. VIII.360a.
2 med. (vgl. χράομαι), brauchen, gebrauchen zu Etwas; Plat. oft, εἴς τι, ἐπινοῶν εἰς τὴν αὑτοῦ ποίησιν καταχρήσασθαι τῷ λόγῳ Critia. 113a, wie Legg. III.700b; οὐ δεῖ τῷ πιστευθῆναι εἰς τὸ μεῖζον δύνασθαι κακουργεῖν καταχρῆσθαι Dem. 19.277; κατεχρῶντο τούτοις σύμπασιν ἐπὶ φιλοσοφίαν Plat. Polit. 272c; πρός τινας Symp. 187c, Crat. 426e; ἐν καιρῷ πράξεσιν Isocr. 4.9; ἐμπειρίαις 174; κενῇ προφάσει κατεχρῶ Dem. 18.150; öfter λόγῳ, einen Vorwand brauchen, vorgeben, sagen; auch ohne λόγῳ, οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι οὐδεμία γένοιτο ἀδελφή 43.39, vgl. 48.44. – Oft auch = einen schlechten Gebrauch von Etwas machen, mißbrauchen, bes. Sp.; DS. 20.101; Luc. luct. 20; NT; ὀνόματι, ein Wort in uneigentlicher Bedeutung brauchen, Strab. 5.1.2 und Gramm.; – verbrauchen, aufbrauchen, τῇ τῶν προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι μηδ' ἀναλώσοντες αὐτήν, wo es auch mißbrauchen sein kann, Plat. Menex. 247a; τί, Lys. 19.22; so steht auch das perf. in pass. Bdtg, τὰ μέγιστα κατακέχρηται, im Gegensatz von μικρὰ παραλελεῖφθαι, Isocr. 4.74; Sp. – Umbringen, niedermachen, töten, τὸν παῖδα Her. 1.117, ἑωυτόν 1.82; pass., καταχρησθῆναι 9.120; auch Sp., καταχρήσασθαι τὰ δουλικὰ σώματα Pol. 1.85.1. – Allgemeiner, οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾶς, ἀλλὰ καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι, macht mit mir, was ihr wollt, bestraft mich, Aesch. 1.122.
3 (κίχρημι) sich leihen, τὰ ὀφειλόμενα καὶ εἰς ὅ τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο Dem. 49.4, vgl. 47.50.
Russian (Dvoretsky)
καταχράω: (только 3 л. sing. impers.; impf. κατέχρᾱ, fut. καταχρήσει) быть достаточным: καταχρᾷ Her. достаточно; ἀντὶ λόφον ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς Her. вместо султана они довольствовались (конской) гривой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χράω, Ion. praes. 3 sing. καταχρᾷ, imperf. 3 sing. κατέχρα, voldoende zijn:; ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα als helmbos volstonden de manen Hdt. 7.70.2; meestal onpers met dat. en inf.: het is voldoende (voor iem.). οὐδέ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι hij zal er niet tevreden mee zijn jullie te sparen Hdt. 4.118.3.
Middle Liddell
only in ionic writers in 3rd sg.]
ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane sufficed them for a crest, Hdt.:—impers., οὐδέ οἱ καταχρήσει ὑμέων ἀπέχεσθαι nor will it suffice him to keep his hands off you, Hdt.