μετάλλατος: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />dont on doit se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]]. | |btext=α, ον :<br />dont on doit se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. zu [[μεταλλάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[doric for μετάλλητος]<br />to be searched out, Pind. | |mdlsjtxt=[doric for μετάλλητος]<br />to be searched out, Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 30 November 2022
English (LSJ)
Dor. for Μετάλλητος, to be searched out, Pi.P.4.164.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.
German (Pape)
Adj. verb. zu μεταλλάω.
Russian (Dvoretsky)
μετάλλᾱτος: дор. = *μετάλλητος.
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.
English (Slater)
μετάλλᾱτος (immo μεταλλατός.) to be investigated further “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164)
Greek Monolingual
μετάλλατος, -ον (Α) μεταλλώ
(δωρ. τ. αντί μετάλλητος)
αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.).
Greek Monotonic
μετάλλᾱτος: Δωρ. αντί μετάλλητος, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.
Middle Liddell
[doric for μετάλλητος]
to be searched out, Pind.