πεῖσα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] [[gehoorzaamheid]].
|elnltext=πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] [[gehoorzaamheid]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, Hom. statt [[πειθώ]], [[πεῖσις]], <i>[[Überredung]], [[Beschwichtigung]]</i>; τῷ δ' ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, <i>Od</i>. 20.23, <i>das Herz blieb in [[ruhiger]] [[Haltung]], [[Fassung]]</i>, was Einige durch πειθοῖ erkl., [[Andere]], auf [[πεῖσμα]] [[zurückführend]] (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine [[Metapher]] hielten, die von einem durch Taue [[ruhig]] [[liegend]] erhaltenen [[Schiffe]] [[entlehnt]] sei; vgl. noch Plut. <i>coh. ira</i> 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' [[αὐτῷ]] [[πολλάκις]] ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], ἐν πείσηι [[κραδίη]] μένε, i. e. it remained [[calm]], Od.
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], ἐν πείσηι [[κραδίη]] μένε, i. e. it remained [[calm]], Od.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, Hom. statt [[πειθώ]], [[πεῖσις]], <i>[[Überredung]], [[Beschwichtigung]]</i>; τῷ δ' ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, <i>Od</i>. 20.23, <i>das Herz blieb in [[ruhiger]] [[Haltung]], [[Fassung]]</i>, was Einige durch πειθοῖ erkl., [[Andere]], auf [[πεῖσμα]] [[zurückführend]] (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine [[Metapher]] hielten, die von einem durch Taue [[ruhig]] [[liegend]] erhaltenen [[Schiffe]] [[entlehnt]] sei; vgl. noch Plut. <i>coh. ira</i> 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' [[αὐτῷ]] [[πολλάκις]] ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.
}}
}}

Revision as of 12:36, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσα Medium diacritics: πεῖσα Low diacritics: πείσα Capitals: ΠΕΙΣΑ
Transliteration A: peîsa Transliteration B: peisa Transliteration C: peisa Beta Code: pei=sa

English (LSJ)

ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ, obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.

German (Pape)

ἡ, Hom. statt πειθώ, πεῖσις, Überredung, Beschwichtigung; τῷ δ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, Od. 20.23, das Herz blieb in ruhiger Haltung, Fassung, was Einige durch πειθοῖ erkl., Andere, auf πεῖσμα zurückführend (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine Metapher hielten, die von einem durch Taue ruhig liegend erhaltenen Schiffe entlehnt sei; vgl. noch Plut. coh. ira 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' αὐτῷ πολλάκις ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσα: ион. πείση ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).

English (Autenrieth)

(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῑα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].

Greek Monotonic

πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.

Middle Liddell


poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.