συνεστώ: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν-εστώ -οῦς, ἡ het samenzijn. | |elnltext=συν-εστώ -οῦς, ἡ het samenzijn. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, [[varia lectio|v.l.]] für [[συνεστίη]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνεστώ]], οῦς, [[σύνειμι]] = [[συνουσία]] II]<br />a [[party]], [[banquet]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[συνεστώ]], οῦς, [[σύνειμι]] = [[συνουσία]] II]<br />a [[party]], [[banquet]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
οῦς, ἡ, (σύνειμι) = συνουσία ΙΙ, living together, ἐν τῇ συνεστοῖ Hdt.6.128; cf. ἀπεστώ, εὐεστώ.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
banquet, festin.
Étymologie: σύν, ἑστία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εστώ -οῦς, ἡ het samenzijn.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
συνεστώ: οῦς ἡ συνίημι v.l. = συνεστίη.
Greek (Liddell-Scott)
συνεστώ: -οῦς, ἡ, (σύνειμι) = συνουσία ΙΙ, συναναστροφή, συμπόσιον, εὐωχία, ἐν τῇ συνεστοῖ Ἡρόδ. 6. 128· ― οὕτως ὁ Schäf. καὶ Schweigh. (ἑπόμενοι τῷ διορθωτῇ ἑνὸς ἀντιγράφου), ἀντὶ συνεστίᾳ, ὅπερ τοὐλάχιστον ὤφειλε νὰ ᾖ συνιστίῃ (Ἰων.)· πρβλ. ἀπεστώ, εὐεστώ.
Greek Monolingual
-οῦς, ἡ, Α
το να είναι κανείς μαζί με άλλους, η συντροφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐστώ (< ἐστί), δωρ. τ. του οὐσία (πρβλ. εὐ-εστώ)].
Greek Monotonic
συνεστώ: -οῦς, ἡ (σύνειμι), = συνουσία II, συναναστροφή, ευωχία, συμπόσιο, σε Ηρόδ.