τρυφηλός: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trufhlo/s
|Beta Code=trufhlo/s
|Definition=ή, όν, rare form of [[τρυφερός]], σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. [[τρυφηλῶς]] Jul.Or.6.181d, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Συβαριτικός|Συβαριτικαῖς]].
|Definition=ή, όν, rare form of [[τρυφερός]], σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. [[τρυφηλῶς]] Jul.Or.6.181d, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Συβαριτικός|Συβαριτικαῖς]].
}}
{{pape
|ptext=seltene poet. Form statt [[τρυφερός]], σάρκες <i>Ep.adesp</i>. 678 (VII.48).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῠφηλός, ή, όν [[rare]] poet. [[form]] of [[τρυφερός]], Anth.]
|mdlsjtxt=τρῠφηλός, ή, όν [[rare]] poet. [[form]] of [[τρυφερός]], Anth.]
}}
{{pape
|ptext=seltene poet. Form statt [[τρυφερός]], σάρκες <i>Ep.adesp</i>. 678 (VII.48).
}}
}}

Revision as of 12:45, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφηλός Medium diacritics: τρυφηλός Low diacritics: τρυφηλός Capitals: ΤΡΥΦΗΛΟΣ
Transliteration A: tryphēlós Transliteration B: tryphēlos Transliteration C: tryfilos Beta Code: trufhlo/s

English (LSJ)

ή, όν, rare form of τρυφερός, σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.

German (Pape)

seltene poet. Form statt τρυφερός, σάρκες Ep.adesp. 678 (VII.48).

Russian (Dvoretsky)

τρῠφηλός: Anth. = τρυφερός.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος τοῦ τρυφερός, Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. τρυφηλῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις
2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)
αρχ.
μαλακός, τρυφερός.
επίρρ...
τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν
νεοελλ.
με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)
αρχ.
με απαλότητα, με τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός)].

Greek Monotonic

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος του τρυφερός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῠφηλός, ή, όν rare poet. form of τρυφερός, Anth.]