ὑποχόνδριος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(poxo/ndrios
|Beta Code=u(poxo/ndrios
|Definition=ον, ([[χόνδρος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[under the cartilage of the breastbone]], πάθη ὑποχόνδρια = [[ailment]]s in that part, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>953b25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὑποχόνδριον]], τό, in sg. and pl., the [[soft]] [[part]] or parts of the [[body]] below the [[cartilage]] and [[above]] the [[navel]], [[abdomen]], τὸ δεξιὸν [[ὑποχόνδριον]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.64</span>, al., cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>493a20</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>59(61)</span>, <span class="bibl">Sor.1.93</span>, al., Gal.6.56, al.</span>
|Definition=ον, ([[χόνδρος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[under the cartilage of the breastbone]], πάθη ὑποχόνδρια = [[ailment]]s in that part, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>953b25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὑποχόνδριον]], τό, in sg. and pl., the [[soft]] [[part]] or parts of the [[body]] below the [[cartilage]] and [[above]] the [[navel]], [[abdomen]], τὸ δεξιὸν [[ὑποχόνδριον]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.64</span>, al., cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>493a20</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>59(61)</span>, <span class="bibl">Sor.1.93</span>, al., Gal.6.56, al.</span>
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unter]] dem Brustknorpel, [[unter]] der [[Herzgrube]]</i>, dah. τὸ ὑποχόνδριον oder τὰ ὑποχόνδρια, <i>der [[weiche]] [[Teil]] des Leibes [[unter]] dem Brustknorpel und den [[Rippen]] bis an die [[Weichen]] und die [[Scham]], der [[Unterleib]] und die [[Eingeweide]]</i>, nach Arist. <i>H.A</i>. 1.13 [[ὑπὲρ]] τὸν ὀμφαλόν, vgl. 1.17; Medic.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποχόνδριος]], -ον, ΝΜΑ, και [[υποχόντριος]] Ν<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τους πλευρικούς χόνδρους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποχόνδριο</i><br /><b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο [[πλάγια]] τμήματα της άνω κοιλίας που βρίσκονται [[κάτω]] από το σύστοιχο πλευρικό [[τόξο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποχονδριακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Τη λ. με την επιστημονική σημ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. [[hypochondria]]) και οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hypochonder</i>, γαλλ. <i>hypocondre</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποχόνδριος]], -ον, ΝΜΑ, και [[υποχόντριος]] Ν<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τους πλευρικούς χόνδρους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποχόνδριο</i><br /><b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο [[πλάγια]] τμήματα της άνω κοιλίας που βρίσκονται [[κάτω]] από το σύστοιχο πλευρικό [[τόξο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποχονδριακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Τη λ. με την επιστημονική σημ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. [[hypochondria]]) και οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hypochonder</i>, γαλλ. <i>hypocondre</i>)].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unter]] dem Brustknorpel, [[unter]] der [[Herzgrube]]</i>, dah. τὸ ὑποχόνδριον oder τὰ ὑποχόνδρια, <i>der [[weiche]] [[Teil]] des Leibes [[unter]] dem Brustknorpel und den [[Rippen]] bis an die [[Weichen]] und die [[Scham]], der [[Unterleib]] und die [[Eingeweide]]</i>, nach Arist. <i>H.A</i>. 1.13 [[ὑπὲρ]] τὸν ὀμφαλόν, vgl. 1.17; Medic.
}}
}}

Revision as of 13:05, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχόνδριος Medium diacritics: ὑποχόνδριος Low diacritics: υποχόνδριος Capitals: ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΟΣ
Transliteration A: hypochóndrios Transliteration B: hypochondrios Transliteration C: ypochondrios Beta Code: u(poxo/ndrios

English (LSJ)

ον, (χόνδρος) A under the cartilage of the breastbone, πάθη ὑποχόνδρια = ailments in that part, Arist.Pr.953b25. II ὑποχόνδριον, τό, in sg. and pl., the soft part or parts of the body below the cartilage and above the navel, abdomen, τὸ δεξιὸν ὑποχόνδριον Hp.Aph.4.64, al., cf. Arist.HA493a20, Thphr. Od.59(61), Sor.1.93, al., Gal.6.56, al.

German (Pape)

unter dem Brustknorpel, unter der Herzgrube, dah. τὸ ὑποχόνδριον oder τὰ ὑποχόνδρια, der weiche Teil des Leibes unter dem Brustknorpel und den Rippen bis an die Weichen und die Scham, der Unterleib und die Eingeweide, nach Arist. H.A. 1.13 ὑπὲρ τὸν ὀμφαλόν, vgl. 1.17; Medic.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχόνδριος: v.l. = ὑποχονδριακός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχόνδριος: -ον, (χόνδρος) ὁ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, πάθη ὑπ., κατὰ τὸ μέρος τοῦτο τοῦ σὠματος Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 10. ΙΙ. ὑποχόνδριον, τό, ὑποχόνδρια, τά, τὰ μαλακὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ στήθους καὶ ὑπὲρ τὸν ὀμφαλόν, Λατ. hypochondria, τὸ δεξιὸν ὑπ. Ἱππ. Ἀφ. 1251, κ. ἀλλ.· «τὸ μὲν ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν ἦτρον, τὸ δὲ ὑπὲρ τὸν ὀμφαλὸν ὑποχόνδριον, τὸ δὲ κοινὸν ὑποχονδρίου καὶ λαγόνος χολὰς» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· ― παρὰ τῷ Κέλσῳ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ praecordia, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ― Κατὰ Σουΐδ. καὶ Μέγ. Ἐτυμ. 784, 32: «ὑποχόνδρια, τὰ ἀκροστήθια τὰ ὑπὸ τὴν λαγόνα», ὁμοίως καὶ κατὰ Φώτ.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποχόνδριος, -ον, ΝΜΑ, και υποχόντριος Ν
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους πλευρικούς χόνδρους
2. το ουδ. ως ουσ. το υποχόνδριο
ανατ. καθένα από τα δύο πλάγια τμήματα της άνω κοιλίας που βρίσκονται κάτω από το σύστοιχο πλευρικό τόξο
νεοελλ.
υποχονδριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χόνδρος + κατάλ. -ιος. Τη λ. με την επιστημονική σημ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. hypochondria) και οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. hypochonder, γαλλ. hypocondre)].