σφακτός: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σφαχτός]].
|mltxt=[[σφαχτός]], -ή, -ό / [[σφακτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σφάζω]]<br />αυτός που θανατώθηκε με [[σφαγή]], σφαγμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σφαχτό</i><br />α) το [[σφάγιο]], το [[σφαχτάρι]]<br />β) το [[βόσκημα]] που προορίζεται για [[σφαγή]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 3 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφακτός Medium diacritics: σφακτός Low diacritics: σφακτός Capitals: ΣΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: sphaktós Transliteration B: sphaktos Transliteration C: sfaktos Beta Code: sfakto/s

English (LSJ)

ή, όν, slain, slaughtered, δαίς E.Hec.1078 (lyr.) θηρία Rev.Arch.30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
égorgé, immolé.
Étymologie: σφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφακτός -ή -όν [σφάζω] afgeslacht, geslacht, afgemaakt.

German (Pape)

geschlachtet, gemordet, σφακτὰν δαῖτα Eur. Hec. 1077.

Russian (Dvoretsky)

σφακτός: [adj. verb. к σφάζω заколотый, зарезанный: σφακτὴ κυσὶν δαίς Eur. зарезанная (и брошенная) собакам добыча.

Spanish

sacrificado

Greek (Liddell-Scott)

σφακτός: -ή, -όν, ἐσφαγμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.

Greek Monolingual

σφαχτός, -ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω
αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό
α) το σφάγιο, το σφαχτάρι
β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.