διαψεύδω: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "tr" to "tr") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> | |dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[engañar]] c. ac. de pers. αὐτοὺς ὁ λογισμός D.<i>Ep</i>.3.34<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διαψεύσασθαι δὲ τὸν Ἀννίβαν ... οὐχ ὑπομένων Plu.<i>Fab</i>.7<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[falsificar]], [[falsear]] en v. pas. ἵνα διαψευσθῇ ἡ ἀκριβὴς [[αἴσθησις]] τῆς γεύσεως para que la verdadera sensación del sabor sea falseada</i> ref. un vino malo cuyo sabor se disimula echándole queso <i>Gp</i>.7.7.6.<br /><b class="num">2</b> [[defraudar]], [[decepcionar]] μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου [[LXX]] 4<i>Re</i>.4.16, en v. pas. οἱ διαψευσθέντες ἐφ' οἷς ἤλπισαν <i>Prou.Bodl</i>.129, παρ' αὐτῶν διαψευσαμένου Hippol.<i>Haer</i>.6.21.3.<br /><b class="num">3</b> [[frustrar]], [[truncar]] c. ac. y gen. (ἐλπίδας) ὧν ὑμεῖς αὐτὴν μὴ διαψεύσητε νῦν (esperanzas) que no le frustréis ahora</i> Plb.3.109.12, en v. pas. διαψεύδεται μὲν αὐτοῖς ἡ ἐλπὶς αὕτη la propia esperanza se les frustra</i> I.<i>AI</i> 9.40, διαψευσθῆναι δὲ τῶν ἐλπίδων Str.2.3.4, cf. Vett.Val.237.26<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὴν ἀκολουθίαν διαψεύδονται αἱ ἀντωνυμίαι A.D.<i>Pron</i>.81.17, cf. <i>Synt</i>.115.24.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[faltar a la palabra]] διαψεύδεσθαι καὶ οὐ διδόναι (τὸ [[ἀργύριον]]) And.<i>Myst</i>.42, c. πρός y ac. συνεχῶς ... πρός με διαψεύδεσθαι Hld.8.7.5, c. ac. de rel., en juramentos μηδὲν διεψεῦσθαι <i>BGU</i> 21.1.13 (IV d.C.), cf. <i>PAmst</i>.28.5 (I a.C.), <i>PFlor</i>.308.11 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[engañarse]], [[equivocarse respecto a]] c. gen. τῆς ἀρρωστίας Isoc.5.1, τοῦ Χαριδήμου D.23.19, τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως X.<i>Mem</i>.4.2.27, τῆς συμμαχίας Plb.29.25.7, cf. 11.17.4, τῆς ἀληθείας D.S.12.36, τῶν λογισμῶν Plu.<i>Lyc</i>.29, c. περί y gen. o ac. τῆς ψυχῆς τῶν τοιούτων πέρι Pl.<i>Ep</i>.351d, περὶ τὰ πλησίον ὄντα διαψεύδεσθαι τὴν ὄψιν Arist.<i>Pr</i>.872<sup>a</sup>24, cf. <i>EN</i> 1144<sup>a</sup>35, Them.<i>Or</i>.21.257d, c. dat. ὑπολήψει γὰρ καὶ δόξῃ Arist.<i>EN</i> 1139<sup>b</sup>17, διεψεύσθησαν δὲ τοῖς λογισμοῖς se equivocaron en los cálculos</i> Plb.3.16.5, c. ἐν y dat. διεψεῦσθαι ἐν ἅπασιν οἷς θεωρεῖ Plot.5.5.1, c. part. pred. Ἡρόδοτος διέψευσται γράψας ... Heródoto se ha equivocado al escribir ...</i> Arist.<i>HA</i> 523<sup>a</sup>17, sin rég. οὐχ ... ὁ θεὸς διαψευσθῆναι δύναται Ph.2.125, cf. Phld.<i>Stoic.Hist</i>.38.6, [[ἄλλου]] [[ἄλλως]] διαψευσαμένου Hippol.<i>Haer</i>.4.7.4, cf. D.1.21, Arist.<i>Pol</i>.1323<sup>a</sup>33, Plb.16.20.8, Str.6.2.10, <i>AP</i> 7.114 (D.L.), Plu.2.1056f<br /><b class="num">•</b>[[falsear]] c. gen. τῶν τοῦ κυρίου φωνῶν Clem.Al.<i>Strom</i>.3.4.27<br /><b class="num">•</b>part. subst. τὸ διεψευσμένον la falsedad</i> Epicur.<i>Sent</i>.[5] 24, M.Ant.6.57.<br /><b class="num">3</b> [[frustrarse]], [[truncarse]] la maduración de frutos <i>Gp</i>.1.12.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 6 December 2022
English (LSJ)
A deceive, D.Ep.3.34:—Med., abs., And.1.42: c. acc., Plu.Fab.7. 2 Med., deny, disclaim, A.D.Synt.115.24, Pron.81.17. II cheat, [πατρίδα ἐλπίδων] Plb.3.109.12:—usu. Pass.: pf. διέψευσμαι: aor. διεψεύσθην:—to be deceived, mistaken, Isoc.5.1, D.1.22; τινός to be cheated of, deceived in a person or thing, X.Mem.4.2.27, D.23.19; τῆς ψυχῆς τινῶν πέρι Pl.Ep.351d; περί τι Arist.EN 1144a35; τι in a thing, Id.Pol.1323a33; ὑπολήψει καὶ δόξῃ Id.EN 1139b17; λογισμοῖς Plb.3.16.5: abs., μηδὲν διεψεῦσθαι BGU21i13 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
I tr.
1 engañar c. ac. de pers. αὐτοὺς ὁ λογισμός D.Ep.3.34
•tb. en v. med. διαψεύσασθαι δὲ τὸν Ἀννίβαν ... οὐχ ὑπομένων Plu.Fab.7
•de abstr. falsificar, falsear en v. pas. ἵνα διαψευσθῇ ἡ ἀκριβὴς αἴσθησις τῆς γεύσεως para que la verdadera sensación del sabor sea falseada ref. un vino malo cuyo sabor se disimula echándole queso Gp.7.7.6.
2 defraudar, decepcionar μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου LXX 4Re.4.16, en v. pas. οἱ διαψευσθέντες ἐφ' οἷς ἤλπισαν Prou.Bodl.129, παρ' αὐτῶν διαψευσαμένου Hippol.Haer.6.21.3.
3 frustrar, truncar c. ac. y gen. (ἐλπίδας) ὧν ὑμεῖς αὐτὴν μὴ διαψεύσητε νῦν (esperanzas) que no le frustréis ahora Plb.3.109.12, en v. pas. διαψεύδεται μὲν αὐτοῖς ἡ ἐλπὶς αὕτη la propia esperanza se les frustra I.AI 9.40, διαψευσθῆναι δὲ τῶν ἐλπίδων Str.2.3.4, cf. Vett.Val.237.26
•en v. med. mismo sent. τὴν ἀκολουθίαν διαψεύδονται αἱ ἀντωνυμίαι A.D.Pron.81.17, cf. Synt.115.24.
II intr. en v. med.-pas.
1 faltar a la palabra διαψεύδεσθαι καὶ οὐ διδόναι (τὸ ἀργύριον) And.Myst.42, c. πρός y ac. συνεχῶς ... πρός με διαψεύδεσθαι Hld.8.7.5, c. ac. de rel., en juramentos μηδὲν διεψεῦσθαι BGU 21.1.13 (IV d.C.), cf. PAmst.28.5 (I a.C.), PFlor.308.11 (III d.C.).
2 engañarse, equivocarse respecto a c. gen. τῆς ἀρρωστίας Isoc.5.1, τοῦ Χαριδήμου D.23.19, τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως X.Mem.4.2.27, τῆς συμμαχίας Plb.29.25.7, cf. 11.17.4, τῆς ἀληθείας D.S.12.36, τῶν λογισμῶν Plu.Lyc.29, c. περί y gen. o ac. τῆς ψυχῆς τῶν τοιούτων πέρι Pl.Ep.351d, περὶ τὰ πλησίον ὄντα διαψεύδεσθαι τὴν ὄψιν Arist.Pr.872a24, cf. EN 1144a35, Them.Or.21.257d, c. dat. ὑπολήψει γὰρ καὶ δόξῃ Arist.EN 1139b17, διεψεύσθησαν δὲ τοῖς λογισμοῖς se equivocaron en los cálculos Plb.3.16.5, c. ἐν y dat. διεψεῦσθαι ἐν ἅπασιν οἷς θεωρεῖ Plot.5.5.1, c. part. pred. Ἡρόδοτος διέψευσται γράψας ... Heródoto se ha equivocado al escribir ... Arist.HA 523a17, sin rég. οὐχ ... ὁ θεὸς διαψευσθῆναι δύναται Ph.2.125, cf. Phld.Stoic.Hist.38.6, ἄλλου ἄλλως διαψευσαμένου Hippol.Haer.4.7.4, cf. D.1.21, Arist.Pol.1323a33, Plb.16.20.8, Str.6.2.10, AP 7.114 (D.L.), Plu.2.1056f
•falsear c. gen. τῶν τοῦ κυρίου φωνῶν Clem.Al.Strom.3.4.27
•part. subst. τὸ διεψευσμένον la falsedad Epicur.Sent.[5] 24, M.Ant.6.57.
3 frustrarse, truncarse la maduración de frutos Gp.1.12.15.
German (Pape)
[Seite 614] verstärktes simpl.; Dem. ep. 3; gew. pass., getäuscht werden, sich irren; Plat. Ep. VII, 351 d; Dem. 1, 21; Arist. Eth. 6, 6 u. sonst; λογισμοῖς Pol. 3, 16, 5; τινός, z. B. τῆς τῶν λόγων δυνάμεως, in Ansehung der Wirkung der Rede, Isocr. 5, 21. 1; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 27; Dem. 23, 19; τῆς ἀληθείας Pol. 3, 21, 5; τῶν ἐλπίδων 20, 12, u. öfter; τῶν λογισμῶν, in seiner Berechnung, Plut. Lyc. 29. – Bei Pol. 3, 109, 12 ὧν (ἐλπίδων) τὴν πατρίδα μὴ διαψευσθῆτε, mit akt. Bdtg; das pr. med. = lügen, Andoc. 1, 42.
French (Bailly abrégé)
tromper ; Pass. se tromper : τινος s'abuser sur qch ; δ. περί τινος se tromper en qch ; τῶν λογισμῶν PLUT se tromper dans ses calculs;
Moy. (ao. Pass. διεψεύσθην, au sens Moy.) tromper par un mensonge : τινα qqn ; abs. mentir.
Étymologie: διά, ψεύδω.
Russian (Dvoretsky)
διαψεύδω: преимущ. med. обманывать (τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τὴν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.): Ἡρόδοτος διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. Геродот неправильно написал, будто эфиопы …; pass. быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.): διαψευσθῆναι τοῖς λογισμοῖς Polyb. или τῶν λογισμῶν Plut. ошибиться в расчетах.
Greek (Liddell-Scott)
διαψεύδω: ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Δημ. 1482. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνδοκ. 6. 38· καὶ ἐν τῷ παθ. ἀορ., Πολύβ. 3. 109, 12· ἀλλά, ΙΙ. συχνότερον διαψεύδομαι, παθ.· πρκμ. διέψευσμαι· ἀόρ. διεψεύσθην· -εἶμαι ἠπατημένος, Ἰσοκρ. 82A, Δημ. 15. 13· τινος, ἀπατῶμαι ὡς πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 27, Δημ. 626. 24· περί τινος Ἐπ. Πλάτ. 351D· περί τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 12, 10· τι, εἴς τι, ἔν τινι, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 1, 4· τινι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3, 1.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
αποδεικνύω κάτι ως ψευδές ή κάποιον ως ψεύτη
νεοελλ.
εκ τών πραγμάτων αποδεικνύω ως αστήρικτο
αρχ.
1. απατώ, γελώ
2. αρνούμαι
3. (με γεν.) (για πρόσ. και πράγματα) απατώμαι, πλανώμαι.
Greek Monotonic
διαψεύδω: μέλ. -ψεύσομαι, εξαπατώ ολότελα, σε Δημ. — Παθ., διαψεύδομαι, παρακ. -έψευσμαι, αόρ. αʹ -εψεύσθην· είμαι εξαπατημένος, μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· δ. τινος, απατώμαι από ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ξεν., Δημ.· περί τι ή τινι, σε Αριστ.
Middle Liddell
fut. -ψεύσομαι pass διαψεύδομαι perf. -έψευσμαι aor1 -εψεύσθην
to deceive utterly, Dem.:— Pass. to be deceived, mistaken, Dem.; δ. τινος to be cheated of, deceived in a person or thing, Xen., Dem.; περί τι or τινι Arist.