συλλήπτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui aide <i>ou</i> protège, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαμβάνω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui aide <i>ou</i> [[protège]], [[auxiliaire]].<br />'''Étymologie:''' [[συλλαμβάνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:39, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτωρ Medium diacritics: συλλήπτωρ Low diacritics: συλλήπτωρ Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΩΡ
Transliteration A: syllḗptōr Transliteration B: syllēptōr Transliteration C: sylliptor Beta Code: sullh/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, accomplice, assistant, A.Ag.1507; τινος in a thing, E.Or.1230, Antipho 3.3.10, X.Mem.2.2.12, Pl.Smp.218d, etc.

German (Pape)

[Seite 976] ορος, ὁ, = συλληπτήρ, Helfer; Aesch. Ag. 1488; πόνου, Eur. I. T. 95, vgl. Or. 1230; auch in Prosa: Plat. Phaed. 82 e Conv. 218 d; Antiph. 3 γ 10. Xen. Mem. 2, 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui aide ou protège, auxiliaire.
Étymologie: συλλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλήπτωρ -ορος, ὁ [συλλαμβάνω] helper, medewerker; met gen. met of in iets.

Russian (Dvoretsky)

συλλήπτωρ: ορος ὁ помощник Aesch.: σ. τινί Plat. и τινός Eur. помощник в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, βοηθός, συνεργός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῖν τοῦδε συλλήπτωρ γενοῦ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].

Greek Monotonic

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, συνεργάτης, συνεργός, βοηθός, σε Αισχύλ.· τινός, σε κάτι, σε Ευρ. κ.λπ.

Middle Liddell

συλλήπτωρ, ορος, ὁ,
a partner, accomplice, assistant, Aesch.; τινός in a thing, Eur., etc.

English (Woodhouse)

associate, helper, partner, fellow-worker, partner in work

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)