δεξιώνυμος: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, .<br") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />dont le nom est de bon augure ; <i>simpl.</i> adroit, habile.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[ὄνομα]]. | |btext=ος, ον :<br />dont le nom est de bon augure ; <i>simpl.</i> [[adroit]], [[habile]].<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
ον, prop. right or lucky in name; but simply, = δεξιός, χερσὶ δεξιωνύμοις A.Supp.607.
Spanish (DGE)
(δεξιώνῠμος) -ον
de nombre diestro o afortunado de donde derecho, diestro χείρ A.Supp.607.
German (Pape)
[Seite 547] eigtl. mit Glück bedeutendem Namen, aber bei Aesch. Suppl. 607 = δεξιός, χεῖρες, mit Anklang von εὐώνυμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le nom est de bon augure ; simpl. adroit, habile.
Étymologie: δεξιός, ὄνομα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεξιώνυμος -ον [δεξιός, ὄνομα] gevormd naar analogie van εὐώνυμος ‘linker; ongunstig’: rechter-, goede (van handen).
Russian (Dvoretsky)
δεξιώνῠμος: Aesch. = δεξιός 1.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιώνῠμος: -ον, ἔχων δεξιὸν ἢ εὐοίωνον ὄνομα· ἢ ἁπλῶς = δεξιός, χερσὶ δεξιωνύμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 607· πρβλ. εὐώνυμος.
Greek Monolingual
δεξιώνυμος, -ον (Α)
1. όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα
2. ο δεξιός («χερσὶ δεξιωνύμοις», Αισχ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος, παντώνυμος κ.ά.)].