ὑπουργία: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[aide]], [[assistance]], [[secours]], [[bon office]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> empressement affecté, obséquiosité, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[aide]], [[assistance]], [[secours]], [[bon office]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> [[empressement affecté]], [[obséquiosité]], [[adulation]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
ἡ, A service rendered, S.OC1413, X.Hier.1.38, Arist.Rh.1385a29, Luc. Pseudol.25, Rev.Et.Anc.33.210 (Theangela), BGU197.17 (i A. D.), etc.; sens. obsc., Amphis 20.5. 2 pl., medical duties, services, Hp.Decent.12, al.; duties of a midwife, Sor.1.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1238] ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 aide, assistance, secours, bon office;
2 en mauv. part empressement affecté, obséquiosité, adulation.
Étymologie: ὑπουργός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπουργία: ἡ
1 услуга или помощь Soph., Plat., Arst.;
2 услужливость, угодливость Xen., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργία: ἡ, ὑπηρεσία γινομένη πρός τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1413, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 4· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 5. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, χαμέρπεια, κολακεία, σπουδὴ πρὸς ἀρέσκειαν, Ξεν. Ἱέρων 1, 38, Λουκ. Ψευδολογ. 25. 3) ἰατρικὴ περιποίησις, Ἱππ. 24. 47, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η / ὑπουργία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α ὑπουργός
νεοελλ.
1. το αξίωμα και το έργο του υπουργού («η υπουργία του ήταν πολύ αποδοτική»)
2. ο χρόνος θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη υπουργία του»)
μσν.-αρχ.
1. υπηρεσία, εξυπηρέτηση («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», Σοφ.)
2. βοήθεια, συνδρομή («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)
3. χρήση, χρησιμοποίηση
αρχ.
1. κολακεία, δουλική συμπεριφορά
2. παροχή υπηρεσιών από γιατρό ή μαία
3. τα απαραίτητα μέσα, τα αναγκαία έξοδα.
Greek Monotonic
ὑπουργία: ἡ, παρεχόμενη, προσφερόμενη υπηρεσία, σε Σοφ., Αριστ.
Middle Liddell
ὑπουργία, ἡ,
service rendered, Soph., Arist. [from ὑπουργός