πληθώρη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> plénitude : [[πληθώρη]] ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (<i>cf.</i> [[πλήθω]]);<br /><b>2</b> surabondance ; satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> plénitude : [[πληθώρη]] ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (<i>cf.</i> [[πλήθω]]);<br /><b>2</b> [[surabondance]] ; satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:05, 7 December 2022

German (Pape)

[Seite 632] ἡ, 1) Fülle, Anfüllung, ἀγορῆς = ἀγορὰ πλήθουσα, Her. 2, 173. 7, 223, die Zeit, wenn sich der Markt mit Menschen füllt. – 2) Sättigung, Befriedigung, εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι πληθώρη, Her. 7, 49, 2; S tob. – 3) bei den Aerzten, Überfülle an Säften, Vollblütigkeit.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 plénitude : πληθώρη ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (cf. πλήθω);
2 surabondance ; satiété.
Étymologie: πλήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθώρη -ης, ἡ Ion. voor πληθώρα.

Russian (Dvoretsky)

πληθώρη:
1 наполнение: π. ἀγορῆς Her. наполнение рыночной площади народом, т. е. самое людное время дня (между 10 и 14 часами);
2 (предельная) полнота, насыщенность: εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι π. Her. для людей нет полного благополучия.

Greek Monotonic

πληθώρη: ἡ, Ιων. λέξη,
I. πληρότητα, πληθώρη ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.
II. κορεσμός, χόρτασμα, ικανοποίηση, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πληθώρη: ἡ, Ἰων. λέξις, σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, πληθώρη ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. κόρος, χορτασμός, ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πλήθω, ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).

Middle Liddell

πληθώρη, ἡ,
I. ionic word, fulness, πλ. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. ἀγορά V.
II. fulness, satiety, Hdt.