ὀνοστός: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />méprisable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ὄνομαι]]. | |btext=ός, όν :<br />[[méprisable]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ὄνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀνοστός:''' [adj. verb. к [[ὄνομαι]] презренный, негодный (δῶρα Her.). | |elrutext='''ὀνοστός:''' [adj. verb. к [[ὄνομαι]] [[презренный]], [[негодный]] (δῶρα Her.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνοστός:''' -ή, -όν ([[ὄνομαι]]), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀνοστός:''' -ή, -όν ([[ὄνομαι]]), [[αξιόμεμπτος]], [[αξιοκατάκριτος]] ή [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀνοστός]], ή, όν [[ὄνομαι]]<br />to be blamed or scorned, Il. | |mdlsjtxt=[[ὀνοστός]], ή, όν [[ὄνομαι]]<br />to be blamed or scorned, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 7 December 2022
English (LSJ)
ή, όν, to be blamed or to be scorned, despicable, vile, of little value, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164; οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235. Adv. ὀνοστῶς Eust.1101.2 :—also ὀνοτός, Pi.I.4(3).50, Call.Del.20, A.R.4.91.
German (Pape)
[Seite 350] geschmäht, getadelt, zu tadeln, δῶρα μὲν οὐκέτ' ὀνοστὰ διδοῖς, nicht zu verschmähende, nicht zu verachtende Geschenke, Il. 9, 164.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
méprisable.
Étymologie: adj. verb. de ὄνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοστός: [adj. verb. к ὄνομαι презренный, негодный (δῶρα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστός: -ή, -όν, ἄξιος μομφῆς ἢ περιφρονήσεως, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ’ ὀνοστὰ διδοῖς Ἰλ. Ι. 164· οὐδ’ ὀνοστὸς ἐν μάχαις Νικόφρ. 1235. ― Ἐπίρρ., -στῶς, Εὐστ. 1101. 2. ― Ὡσαύτως ὀνοτὸς (ὡς θαυματὸς ἀντὶ θαυμαστός), Πινδ. Ι. 4. 85, Καλλ. εἰς Δῆλ. 20, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, εὐτελῆ, φαῦλα ἢ καὶ ἄμεμπτα».
English (Autenrieth)
(ὄνομαι): w. neg., not to be despised, not contemptible, Il. 9.164†.
Greek Monolingual
ὀνοστός και ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που είναι άξιος μομφής ή περιφρόνησης
2. (κατά Αν Ησύχ.) «ὀνοστά
ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα».
επίρρ...
ὀνοστῶς (Μ)
με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀνοτός < ὄνομαι «κατηγορώ, ονειδίζω». Ο τ. ὀνοστός εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τών ρηματ. επιθέτων σε -οστός από ρ. σε -όζω (πρβλ. αρμοστός < ἁρμόζω)].
Greek Monotonic
ὀνοστός: -ή, -όν (ὄνομαι), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή αξιοκαταφρόνητος, σε Ομήρ. Ιλ.