ὑπόβαθρον: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
mNo edit summary |
m (Text replacement - " ὑπό + " to " ὑπό + ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό ὑπό + [[βάθρον]] τοῦ [[βαίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[βάθρον]] τοῦ [[βαίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 10 December 2022
English (LSJ)
τό,
A anything put under, a base:
1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54.
2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84.
3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169.
4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.
German (Pape)
[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
support ; au pl. τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.
Étymologie: ὑπό, βάθρον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόβαθρον: τό подставка, подпора, основание Xen., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.
Greek Monotonic
ὑπόβαθρον: τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπό-βαθρον, ου, τό,
anything put under: a framework to support a couch, a rocking apparatus, Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπό + βάθρον τοῦ βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.