μετατρέχω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]]. | |btext=[[courir après]], [[poursuivre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:20, 8 January 2023
English (LSJ)
fut. -θρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—A run and fetch, βούλει Διοπείθη μεταδράμω; Phryn.Com.9; οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει; you run and get it from the A., Ar.Pax261; run after, seek, τι Ph.1.576, al. II change one's abode, πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν ib.365.
German (Pape)
[Seite 155] (s. τρέχω), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει ταχύ, Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
French (Bailly abrégé)
courir après, poursuivre.
Étymologie: μετά, τρέχω.
Russian (Dvoretsky)
μετατρέχω: бежать за (чем-л.), спешно доставать (τι παρά τινος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μετατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -τρέχω ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ φέρω τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· οὔκουν παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς ταχέως νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
Greek Monolingual
μετατρέχω (ΑΜ)
τρέχω πίσω από κάτι, ζητώ, αναζητώ
μσν.
1. ξανατρέχω
αρχ.
1. τρέχω για να φέρω κάποιον ή κάτι
2. αλλάζω κατοικία, μετοικώ.
Greek Monotonic
μετατρέχω: μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -θρέξομαι aor2 -έδρᾰμον
to run after, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; you run and get it from the Athenians, Ar.