μετατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
|btext=[[courir après]], [[poursuivre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέχω Medium diacritics: μετατρέχω Low diacritics: μετατρέχω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: metatréchō Transliteration B: metatrechō Transliteration C: metatrecho Beta Code: metatre/xw

English (LSJ)

fut. -θρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—A run and fetch, βούλει Διοπείθη μεταδράμω; Phryn.Com.9; οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει; you run and get it from the A., Ar.Pax261; run after, seek, τι Ph.1.576, al. II change one's abode, πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν ib.365.

German (Pape)

[Seite 155] (s. τρέχω), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει ταχύ, Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.

French (Bailly abrégé)

courir après, poursuivre.
Étymologie: μετά, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

μετατρέχω: бежать за (чем-л.), спешно доставать (τι παρά τινος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -τρέχω ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ φέρω τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· οὔκουν παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς ταχέως νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.

Greek Monolingual

μετατρέχω (ΑΜ)
τρέχω πίσω από κάτι, ζητώ, αναζητώ
μσν.
1. ξανατρέχω
αρχ.
1. τρέχω για να φέρω κάποιον ή κάτι
2. αλλάζω κατοικία, μετοικώ.

Greek Monotonic

μετατρέχω: μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -θρέξομαι aor2 -έδρᾰμον
to run after, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; you run and get it from the Athenians, Ar.