Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />penchant à faire de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[penchant à faire de grandes choses]].<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:48, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπραγμοσύνη Medium diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Low diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: megalopragmosýnē Transliteration B: megalopragmosynē Transliteration C: megalopragmosyni Beta Code: megalopragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: (ῠ) ἡ склонность к свершению великих дел Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) μεγαλοπράγμων
νεοελλ.
1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα
2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων
αρχ.
η διάθεση για μεγάλα έργα.

Greek Monotonic

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, η διάθεση να κάνει κάποιος σπουδαία πράγματα, μεγαλοπρέπεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,
the disposition to do great things, magnificence, Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]