γεροντοδιδάσκαλος: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enseigne un vieillard.<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]], [[διδάσκαλος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[qui enseigne un vieillard]].<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]], [[διδάσκαλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, old man's master, Pl.Euthd.272c.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ maestro de ancianos οἱ παῖδες οἱ συμφοιτηταί μοι ἐμοῦ τε καταγελῶσι καὶ τὸν Κόννον καλοῦσι γεροντοδιδάσκαλον Pl.Euthd.272c.
German (Pape)
[Seite 486] ὁ, Lehrer der Alten, Plat. Euthyd. 272 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui enseigne un vieillard.
Étymologie: γέρων, διδάσκαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεροντοδιδάσκαλος -ου, ὁ γέρων, διδάσκαλος bejaardenleraar.
Russian (Dvoretsky)
γεροντοδιδάσκᾰλος: ὁ учитель стариков Plat.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος γέροντος, Πλάτ. Εὐθυδ. 272C.
Greek Monolingual
γεροντοδιδάσκαλος, ο (Α)
δάσκαλος ηλικιωμένου ανθρώπου.
Greek Monotonic
γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, ο δάσκαλος ενός γέροντα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
an old man's master, Plat.