κεραυνοβρόντης: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui tonne en foudroyant.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[βροντάω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[qui tonne en foudroyant]].<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[βροντάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, thunderer, Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.Pax376.
German (Pape)
[Seite 1423] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui tonne en foudroyant.
Étymologie: κεραυνός, βροντάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( epithet van Zeus).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβρόντης: ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом (Ζεύς Arph.).
Greek Monolingual
κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστροβρόντης, καρτεροβρόντης.
Greek Monotonic
κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ (βροντάω), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. βροντησικέραυνος.
Middle Liddell
κεραυνο-βρόντης, ου, βροντάω
the lightener and thunderer, Ar.