κεδρωτός: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />fait en bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]]. | |btext=ή, όν :<br />[[fait en bois de cèdre]].<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:38, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, made of or inlaid with cedar-wood, παστάδων τέ ραμνα E.Or.1371 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1411] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait en bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.
Russian (Dvoretsky)
κεδρωτός: построенный из кедра, кедровый (τέραμνα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κεδρωτός: -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεδρωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος
αρχ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. δαφνωτός, κεγχρωτός)].
Greek Monotonic
κεδρωτός: -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με κέδρο, σε Ευρ.
Middle Liddell
κεδρωτός, ή, όν [from κέδρος
made of or inlaid with cedar-wood, Eur.