λιμνοφυής: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui croît dans les marais.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], [[φύω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui croît dans les marais]].<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], [[φύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, marsh-born, δόναξ AP6.23.
German (Pape)
[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.
Russian (Dvoretsky)
λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ἡ ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].
Greek Monotonic
λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.