λευκήρης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ἄρω. | |btext=ης, ες:<br />[[blanc]].<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ἄρω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
λευκήρης: белый, седой (θρίξ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.
Greek Monolingual
λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπήρης, ποδήρης)].
Greek Monotonic
λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.