λυπρότης: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />maigreur du sol.<br />'''Étymologie:''' [[λυπρός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[maigreur du sol]].<br />'''Étymologie:''' [[λυπρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρότης Medium diacritics: λυπρότης Low diacritics: λυπρότης Capitals: ΛΥΠΡΟΤΗΣ
Transliteration A: lyprótēs Transliteration B: lyprotēs Transliteration C: lyprotis Beta Code: lupro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.

Greek Monolingual

λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.

Greek Monotonic

λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.

Middle Liddell

λυπρότης, ητος,
poverty, of land, Strab.

German (Pape)

ητος, ἡ, die Armseligkeit, bes. die magere Beschaffenheit des Bodens, Strab. oft.