μελιτώδης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble au miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble au miel]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:58, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, like honey, χυμός Thphr.CP6.9.2, Plu. 2.628c; τὰ γλυκέα καὶ τὰ μ. Luc.Vit.Auct.19; also, of Persephone, Theoc.15.94, Porph.Antr.18.
German (Pape)
[Seite 125] ες, = μελιτοειδής, bes. honigsüß, Plut. u. a. Sp., wie Luc. Vit. auct. 19.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble au miel.
Étymologie: μέλι, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτώδης: подобный меду, медовый Arst., Plut. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μέλι· ὡσαύτως ὄνομα τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94.
Greek Monolingual
-ες (ΑM μελιτώδης, -ῶδες) μέλι
αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος
μσν.
παχύρρευστος σαν το μέλι
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες
προσωνυμία της Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.
Greek Monotonic
μελῐτώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με μέλι· προσωνύμιο της Περσεφόνης, Λατ. Mellita, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μελῐτ-ώδης, ες εἶδος
like honey: a name of Persephone, Lat. Mellita, Theocr.