συμποσίαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ὁ, auch [[συμποσιάρχης]], der magister bibendi, der Zechmeister, der beim Trinkgelage od. Schmause Alles anzuordnen hat; Xen. An. 5, 9, 30; Plut. Symp. 1, 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ὁ, auch [[συμποσιάρχης]], der magister bibendi, der Zechmeister, der beim Trinkgelage od. Schmause Alles anzuordnen hat; Xen. An. 5, 9, 30; Plut. Symp. 1, 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[président d'un banquet]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπόσιον]], [[ἄρχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμποσίαρχος -οῦ, ὁ &#91;[[συμπόσιον]], [[ἄρχω]]] [[leider van de drinkpartij]], [[symposiarch]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμποσίαρχος:''' ὁ [[председатель пира]], [[распорядитель попойки]] Xen., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμποσίαρχος''': ὁ, ὁ [[πρόεδρος]] συμποσίου ἢ συμποτῶν, Λατ. rex convivii ἢ magister bilendi, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 30· οὐ [[συμποσίαρχος]] ἦν γὰρ ἀλλὰ [[δήμιος]] ὁ Χαιρέας, κυάθους προπίνων εἴκοσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ» 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4485. 15, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[συμποσιάρχης]], ου, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 620Ε, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2163· ― [[ὅθεν]] [[συμποσιαρχέω]], εἶμαι [[συμποσίαρχος]], Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 12, Πλουτ. 2. 620C καὶ [[συμποσιαρχία]], ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ συμποσιάρχου, [[αὐτόθι]] 620Α· ― Πρβλ. [[συμποτικός]].
|lstext='''συμποσίαρχος''': ὁ, ὁ [[πρόεδρος]] συμποσίου ἢ συμποτῶν, Λατ. rex convivii ἢ magister bilendi, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 30· οὐ [[συμποσίαρχος]] ἦν γὰρ ἀλλὰ [[δήμιος]] ὁ Χαιρέας, κυάθους προπίνων εἴκοσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ» 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4485. 15, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[συμποσιάρχης]], ου, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 620Ε, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2163· ― [[ὅθεν]] [[συμποσιαρχέω]], εἶμαι [[συμποσίαρχος]], Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 12, Πλουτ. 2. 620C καὶ [[συμποσιαρχία]], ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ συμποσιάρχου, [[αὐτόθι]] 620Α· ― Πρβλ. [[συμποτικός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />président d’un banquet.<br />'''Étymologie:''' [[συμπόσιον]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμποσίαρχος:''' ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την [[πρόποση]], Λατ. [[magister]] bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συμποσίαρχος:''' ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την [[πρόποση]], Λατ. [[magister]] bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch.
}}
{{elru
|elrutext='''συμποσίαρχος:''' ὁ председатель пира, распорядитель попойки Xen., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμποσί-αρχος, ὁ,<br />the [[president]] of a [[drinking]]-[[party]], toastmaster, Lat. [[magister]] bibendi, Xen., etc.
|mdlsjtxt=συμποσί-αρχος, ὁ,<br />the [[president]] of a [[drinking]]-[[party]], toastmaster, Lat. [[magister]] bibendi, Xen., etc.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποσίαρχος Medium diacritics: συμποσίαρχος Low diacritics: συμποσίαρχος Capitals: ΣΥΜΠΟΣΙΑΡΧΟΣ
Transliteration A: symposíarchos Transliteration B: symposiarchos Transliteration C: symposiarchos Beta Code: sumposi/arxos

English (LSJ)

ὁ, symposiarch, president of a drinking-party, toastmaster, X.An.6.1.30, Alex.21, Plu.2.208b, 620f, OGI646.14 (Palmyra, iii A.D.), etc.; also συμποσιάρχης, ου, ο, Supp.Epigr.7.151,168 (ibid., ii A.D.). Cf. συμποτικός.

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, auch συμποσιάρχης, der magister bibendi, der Zechmeister, der beim Trinkgelage od. Schmause Alles anzuordnen hat; Xen. An. 5, 9, 30; Plut. Symp. 1, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
président d'un banquet.
Étymologie: συμπόσιον, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch.

Russian (Dvoretsky)

συμποσίαρχος:председатель пира, распорядитель попойки Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμποσίαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος συμποσίου ἢ συμποτῶν, Λατ. rex convivii ἢ magister bilendi, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 30· οὐ συμποσίαρχος ἦν γὰρ ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας, κυάθους προπίνων εἴκοσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ» 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4485. 15, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως, συμποσιάρχης, ου, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 620Ε, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2163· ― ὅθεν συμποσιαρχέω, εἶμαι συμποσίαρχος, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 12, Πλουτ. 2. 620C καὶ συμποσιαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ συμποσιάρχου, αὐτόθι 620Α· ― Πρβλ. συμποτικός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -αρχος].

Greek Monotonic

συμποσίαρχος: ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την πρόποση, Λατ. magister bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

συμποσί-αρχος, ὁ,
the president of a drinking-party, toastmaster, Lat. magister bibendi, Xen., etc.