ἀναβατός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0181.png Seite 181]] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0181.png Seite 181]] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />[[où l'on peut monter]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβᾰτός:''' поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный ([[πόλις]], [[οὐρανός]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβατός''': Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος [[ἔνζυμος]], «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = [[ἄζυμος]], Δουκάγγ.
|lstext='''ἀναβατός''': Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος [[ἔνζυμος]], «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = [[ἄζυμος]], Δουκάγγ.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />où l'on peut monter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβᾰτός:''' Επικ. [[ἀμβατός]], <i>-όν</i> ([[ἀναβαίνω]]), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]], [[εύκολος]] την [[αναρρίχηση]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀναβᾰτός:''' Επικ. [[ἀμβατός]], <i>-όν</i> ([[ἀναβαίνω]]), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]], [[εύκολος]] την [[αναρρίχηση]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβᾰτός:''' поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный ([[πόλις]], [[οὐρανός]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀναβαίνω]]<br />to be [[mounted]] or scaled, [[easy]] to be scaled, Hom.
|mdlsjtxt=[[ἀναβαίνω]]<br />to be [[mounted]] or scaled, [[easy]] to be scaled, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβᾰτός Medium diacritics: ἀναβατός Low diacritics: αναβατός Capitals: ΑΝΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anabatós Transliteration B: anabatos Transliteration C: anavatos Beta Code: a)nabato/s

English (LSJ)

Ep. ἀμβατός, όν, to be mounted or to be scaled, easy to be scaled, Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.

Spanish (DGE)

(ἀναβᾰτός) -όν
• Alolema(s): poét. ἀμβᾰτός Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27; ἄμβᾰτος Hes.Op.681
1 que puede ser escalado, accesible πόλις Il.6.434, οὐρανός Od.11.316, de una altura, I.AI 3.76, de un templo, I.BI 5.195.
2 accesible, navegable θάλασσα Hes.Op.681.

German (Pape)

[Seite 181] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
poét. ἀμβατός, ός, όν :
où l'on peut monter.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβᾰτός: поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный (πόλις, οὐρανός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβατός: Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος ἔνζυμος, «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = ἄζυμος, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναβατός, -ή, -ὸν)
αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς
(νεοελλ. και ανεβατός, -ή, -ό) (για το ψωμί) αυτό που ζυμώθηκε με προζύμι, ο ένζυμος άρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. ανάβατος].
και ανάβατος, -η, -ο
1. αυτός πάνω στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»
2. (για το ψωμί) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε ακόμη, λειψανάβατο, λειψό
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάβατο
προζύμι, φύραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβατός. Το αρκτικό α- πήρε τη στερ. σημασία του από τον αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

ἀναβᾰτός: Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἀναβαίνω
to be mounted or scaled, easy to be scaled, Hom.