ἄλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(1a)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ohne Helmbusch, v. l. Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym.<b class="b2"> ἄλλοφον:</b> Ἀρίσταρχος <b class="b2">ἄλοφον</b>, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) [[πήληξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ohne Helmbusch, [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym.<b class="b2"> ἄλλοφον:</b> Ἀρίσταρχος <b class="b2">ἄλοφον</b>, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) [[πήληξ]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[sans aigrette]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλοφος:''' Anth. = [[ἄλλοφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλοφος''': Ἐπ. ἄλλοφος, ον, [[ἄνευ]] λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ [[εὔλοφος]].
|lstext='''ἄλοφος''': Ἐπ. ἄλλοφος, ον, [[ἄνευ]] λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ [[εὔλοφος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans aigrette.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λόφος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) [[[λόφος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους<br /><b>αρχ.</b><br />(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει [[λοφίο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) ([[λόφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους<br /><b>αρχ.</b><br />(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει [[λοφίο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλοφος:''' Επικ. ἄλ-λοφος, <i>-ον</i>, αυτός που δεν έχει [[λοφίο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄλοφος:''' Επικ. ἄλ-λοφος, <i>-ον</i>, αυτός που δεν έχει [[λοφίο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλοφος:''' Anth. = [[ἄλλοφος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=without [[crest]], Il.
|mdlsjtxt=without [[crest]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοφος Medium diacritics: ἄλοφος Low diacritics: άλοφος Capitals: ΑΛΟΦΟΣ
Transliteration A: álophos Transliteration B: alophos Transliteration C: alofos Beta Code: a)/lofos

English (LSJ)

v. ἄλλοφος.

German (Pape)

[Seite 109] ohne Helmbusch, v.l. Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym. ἄλλοφον: Ἀρίσταρχος ἄλοφον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) πήληξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans aigrette.
Étymologie: , λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἄλοφος: Anth. = ἄλλοφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοφος: Ἐπ. ἄλλοφος, ον, ἄνευ λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ εὔλοφος.

English (Autenrieth)

(λόφος), ᾶ before λ: without plume; κυνέη, Il. 10.258†. (See cut under λόφος.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλοφος, -ον) (λόφος)
νεοελλ.
(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους
αρχ.
(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει λοφίο.

Greek Monotonic

ἄλοφος: Επικ. ἄλ-λοφος, -ον, αυτός που δεν έχει λοφίο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

without crest, Il.