ἠλάκατα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />][[fils qu'on tire de la quenouille]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠλακάτη]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />[[fils qu'on tire de la quenouille]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠλακάτη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλάκᾰτα Medium diacritics: ἠλάκατα Low diacritics: ηλάκατα Capitals: ΗΛΑΚΑΤΑ
Transliteration A: ēlákata Transliteration B: ēlakata Transliteration C: ilakata Beta Code: h)la/kata

English (LSJ)

[ᾰκ], ων, τά, only in plural, wool on the distaff, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.

German (Pape)

[Seite 1159] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, ἠλάκατα στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fils qu'on tire de la quenouille.
Étymologie: ἠλακάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἠλάκᾰτα: (λᾰ) τά шерсть на прялке: ἠ. στρωφᾶν и στροφαλίζειν Hom. прясть шерсть.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάκᾰτα: -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, ἠλάκατα στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.

English (Autenrieth)

pl.: wool, or woollen thread on the distaff; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘ply the distaff,’ Od. 18.315. (Od.) (See the first of the cuts below.)

Greek Monolingual

ἠλάκατα, τὰ (Α) ηλακάτη
(μόνο στον πληθ.)
1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα
2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη.

Greek Monotonic

ἠλάκᾰτα: τά, μόνο στον πληθ., το μαλλί της «ρόκας», το μαλλί γύρω από την ηλακάτη, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἠλάκᾰτα, τά,
the wool on the distaff, Od. only in plural]