ὑπόπλεος: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[presque plein]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, Att. ὑποπλέως, ων, A full, c. gen., ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ. I am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4. 2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.
German (Pape)
[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόπλεος: атт. ὑπόπλεως 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.
Greek Monotonic
ὑπόπλεος: -ον, Αττ. -πλέως, -ων, ο αρκετά γεμάτος, πλήρης, με γεν., δείματός εἰμι ὑπόπλεος, είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὑπόπλεος, ον,
pretty full, c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am somewhat afraid, Hdt.