γλυκυθυμία: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />douceur de caractère, bienveillance.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύθυμος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[douceur de caractère]], [[bienveillance]].<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύθυμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:53, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d. II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.). III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
•voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
•placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
•afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκυθυμία -ας, ἡ γλυκύθυμος
1. zachtaardigheid.
2. aanhankelijkheid.
German (Pape)
[ῡ], ἡ,
1 behagliche, heitere Gemütsstimmung, Plut. Sol. an. 14; Synes.; gew. im tadelnden Sinne, πρὸς τὰς ἡδονάς, behagliches sich Hingeben an die Sinnenlust, Plat. Legg. I.635d; vgl. Plut. tranqu. anim. 18 γλ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἥδιστον ἀναχωροῦσα; ἐγκράτεια τῆς γλυκυθυμίας Stob.
2 Gutmütigkeit, Wohlwollen, Plut. Them. 10.
Russian (Dvoretsky)
γλυκυθῡμία: ἡ
1 добродушие, кротость, мягкость, ласковость, благожелательность Plut.;
2 податливость; несдержанность, невоздержанность (πρὸς τὰς ἡδονάς Plat.).
Greek Monolingual
η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.
Greek Monotonic
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότης ἢ προθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις …, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.
Middle Liddell
sweetness of mind: benevolence, Plut.