δοριάλωτος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />conquis par la lance, pris à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[ἁλωτός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[conquis par la lance]], [[pris à la guerre]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[ἁλωτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, captive of the spear, taken in war, χώρα Hdt.8.74, 9.4; of persons, captive, E.Tr.518 (lyr.), Isoc.4.177; πόλεις Decr. ap. D.18.181, cf. Plb.23.10.6; Ion. δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, S.Aj. 211 (lyr.): —δορυάλωτος is a frequent v.l., as in Hp.Ep.27, X.Cyr.7.5.35, HG5.2.5, Ph.2.526, etc., cf. IG14.1293.57.
Spanish (DGE)
(δορῐάλωτος) -ον
• Alolema(s): jón. δουρι- S.Ai.211; δορυ- Hp.Or.Thess.408, Ph.2.526, Tab.Il.19d.57, Poll.7.156
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de pers. hecho prisionero o cautivo de guerra οἱ δορυάλωτοι γενόμενοι Hp.l.c., σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχει S.l.c., ὀλόμαν τάλαινα δ. E.Tr.518, cf. X.HG 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.An.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.Or.12.74, Ast.Am.Hom.6.2.1
•subst. ὁ δοριάλωτος = prisionero de guerra en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.
2 de lugares conquistado por las armas χώρη Hdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8, πόλις X.Cyr.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, Mon.Anc.Gr.14.21, Ps.Callisth.1.8B, Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσαν Isoc.6.19, cf. Tab.Il.l.c., δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ Μενεμάχου SEG 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. IAphrodisias 1.13.3 (I d.C.), δοριάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν LXX 2Ma.10.24, τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτον D.S.18.46.4
•fig. μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθη Iust.Phil.1Apol.32.4
•subst. τὰ δοριάλωτα = los territorios conquistados Isoc.4.177.
3 de cosas capturado por las armas, en la guerra τὴν ... δοριάλωτον ἀσπίδα Astyd.1i.6.
German (Pape)
[Seite 658] mit dem Speere gefangen, im Kriege erbeutet, erobert, wie αἰχμάλωτος; Eur. Tr. 518; Ath. VI, 273 e; Her. 8, 74. 9, 4; so auch Isocr. 4, 177, ohne v.l., u. 6, 19, wie Dem. 18, 181, aus den besten mss.; vgl. D. Sic. 16, 20 u. Dindorf dazu.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conquis par la lance, pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, ἁλωτός.
Russian (Dvoretsky)
δοριάλωτος: ион. δουριάλωτος 2 (ᾰ) добытый копьем, т. е. захваченный на войне (χώρη Her.; λέχος Soph.; sc. γυνή Eur.; πόλεις Dem.): τὰ δορυάλωτα Isocr. завоевания.
Greek (Liddell-Scott)
δοριάλωτος: -ον, ὁ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, ληφθεὶς ἐν πολέμῳ, ὡς τὸ αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 8. 74., 9. 4, Εὐρ. Τρω. 518, Ἰσοκρ. 78Α, Δημ. 289. 7, κτλ.· Ἰων. δουριάλωτον λέχος, ἐπὶ τῆς Τεκμήσσης. Σοφ. Αἴ. 211· ― δορυάλωτος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ., ὡς παρὰ Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35, Ἑλλ. 5. 2, 5, κτλ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5984. 57· ἴδε Λοβ. Αἴ. 210· καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172. 505.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, -ον
Α και δουριάλωτος, -ον)
1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου
2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα)
αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.).
Greek Monotonic
δοριάλωτος: [ᾰ], -ον (ἁλῶναι), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το δόρυ, αιχμάλωτος πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον λέχος, λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.
Middle Liddell
δορι-άλωτος, ον adj adj ἁλῶναι
captive of the spear, taken in war, Hdt., Eur.; ionic δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, Soph.