πραγματοδίφης: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chercheur d'affaire, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], [[διφάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[chercheur d'affaire]], [[chicaneur]].<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], [[διφάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτοδῑ́φης Medium diacritics: πραγματοδίφης Low diacritics: πραγματοδίφης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: pragmatodíphēs Transliteration B: pragmatodiphēs Transliteration C: pragmatodifis Beta Code: pragmatodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chercheur d'affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτοδίφης: ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης].

Greek Monotonic

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.

Middle Liddell

πραγμᾰτο-δῑ́φης, ου, ὁ, διφάω
one who hunts after lawsuits, a pettifogger, Ar.