προηγητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui marche devant]], [[guide]].<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγητής Medium diacritics: προηγητής Low diacritics: προηγητής Capitals: ΠΡΟΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: proēgētḗs Transliteration B: proēgētēs Transliteration C: proigitis Beta Code: prohghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who goes before to show the way, guide, S. OT1292, Ant.990, Aristid.Or.41(4).12. 2 one who conducts the bride's car in her procession, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.Lyc.5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 723] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, guide.
Étymologie: προηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.

Russian (Dvoretsky)

προηγητής: οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προηγήτρια, Α προηγοῦμαι
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που συνοδεύει το ζεύγος σε νυφική πομπή.

Greek Monotonic

προηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο, οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, , σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος ὅπως δείξῃ τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, ἀνάγκη γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηγητής· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».

Middle Liddell

προηγητής, οῦ, ὁ, [from προηγέομαι
one who goes before to show the way, a guide, Soph.; so προηγητήρ, Eur.