τύμμα: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />coup, blessure.<br />'''Étymologie:''' [[τύπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[coup]], [[blessure]].<br />'''Étymologie:''' [[τύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:44, 8 January 2023
English (LSJ)
ατος, τό, (τύπτω) blow, wound, A.Ag.1430 (lyr.); esp. a pick, sting, or snake-bite, Hp.Epid.7.37, Arist.HA624a16, Theoc.4.55, Androm. ap. Gal.14.33; τύμματα πληγῶν PSI5.455.16 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1161] τό, Schlag, Hieb, Wunde; ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τῖσαι, Aesch. Ag. 1405; Theocr. 4, 55; Nic. Th. 931; Opp. Hal. 2, 50; κέντρῳ τύμμα φέρεις, M. Arg. 2 (V, 32).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coup, blessure.
Étymologie: τύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύμμα -ατος, τό [τύπτω] slag, stoot, steek; spec. wond.
Russian (Dvoretsky)
τύμμα: ατος τό τύπτω удар рана Aesch., Arst., Theocr.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ
το αποτέλεσμα του τύπτω, πλήγμα, χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του τύπτω + κατάλ. -μα με αφομοίωση του -π- σε -μ- (πρβλ. γράμ-μα)].
Greek Monotonic
τύμμα: -ατος, τό (τύπτω), χτύπημα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
τύμμα: τό, (τύπτω), κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.