ἑτεροδιδασκαλέω: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />enseigner une autre, une fausse doctrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἑτεροδιδάσκαλος]]. | |btext=-ῶ :<br />[[enseigner une autre]], [[une fausse doctrine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑτεροδιδάσκαλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:20, 8 January 2023
English (LSJ)
teach differently, teach false doctrine, 1 Ep.Ti.1.3.
German (Pape)
[Seite 1048] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enseigner une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἑτεροδιδάσκαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροδιδασκαλέω: досл. учить иначе, перен. распространять лжеучения NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροδῐδασκᾰλέω: διδάσκω ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ διδασκαλία. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, αἱρετικός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.
English (Strong)
from ἕτερος and διδάσκαλος; to instruct differently: teach other doctrine(-wise).
English (Thayer)
ἑτεροδιδασκάλω; (ἕτερος and διδάσκαλος, cf. κακοδιδασκάλειν, Clement of Rome, 2 Corinthians 10,5 [ET]); to teach other or different doctrine i. e. deviating from the truth: Ignatius ad Polycarp, 3 [ET], and others ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
ἑτεροδῑδασκᾰλέω: διδάσκω διαφορετικά, διδάσκω λανθασμένα πράγματα (κι όχι τα σωστά), σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἑτεροδῑδασκᾰλέω,
to teach differently, to teach errors, NTest. [from ἑτεροδιδάσκαλος
Chinese
原文音譯:˜terodidaskalšw 赫帖羅-笛打士卡累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:不同-教
字義溯源:傳異樣的教導,傳異教;由(ἀλλοιόω / ἕτερος)*=別的)與(διδάσκαλος)=教師)組成;而 (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教)。 (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(2);提前(2)
譯字彙編:
1) 傳異樣的教導(2) 提前1:3; 提前6:3