ὁμαιχμία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />alliance militaire, confédération.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαιχμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[alliance militaire]], [[confédération]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαιχμος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαιχμία Medium diacritics: ὁμαιχμία Low diacritics: ομαιχμία Capitals: ΟΜΑΙΧΜΙΑ
Transliteration A: homaichmía Transliteration B: homaichmia Transliteration C: omaichmia Beta Code: o(maixmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, union for battle, defensive alliance, league, Th.1.18, App.Gall.15; ὁ. συνθέσθαι τινί form a league with one, Hdt. 8.140.α'; πρός τινα against one, Id.7.145 : pl., Anon. ap. Suid. s.v. δυσμικῶν.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Speer-, d. i. Kampfgemeinschaft, Kriegsbündniß; ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 145; 8, 140, 1; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; Sp., wie App. Gall. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
alliance militaire, confédération.
Étymologie: ὅμαιχμος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμαιχμία: ион. ὁμαιχμίη ἡ военный союз (ὁμαιχμίην συντίθεσθαί τινι πρός τινα Her.; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁ. Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαιχμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἕνωσις πρὸς μάχην, ἀμυντικὴ συμμαχία, Θουκ. 1. 18· ὁμ. συντίθεμαί τινι, συνάπτω συμμαχίαν μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, 1· πρός τινα, κατά τινος, ὁ αὐτ. 7. 145· ἐν τῷ πληθ., Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Σουΐδα ἐν λέξ. δυσμικῶν.

Greek Monolingual

ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) όμαιχμος
αμυντική συμμαχία
αρχ.
φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — συνάπτω συμμαχία με κάποιον
β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» — συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου.
ὁμαίχμια, τὰ (Α) όμαιχμος
ομαιχμία.

Greek Monotonic

ὁμαιχμία: Ιων. -ίη, ἡ, συνένωση για μάχη, αμυντική συμμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

ὁμαιχμία, ἡ,
union for battle, a defensive alliance, league, Hdt., Thuc. [from ὅμαιχμος