μάρσιπος: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(1ba) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] ὁ, od. μάρσυπος, auch [[μάρσιππος]] geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] ὁ, od. μάρσυπος, auch [[μάρσιππος]] geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[sac]], [[valise]], [[bourse]].<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> [[marsupium]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάρσῐπος:''' ὁ [[мешок]], [[сумка]] Xen., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάρσῐπος''': ὁ, [[σάκκος]], [[θύλακος]], Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ | |lstext='''μάρσῐπος''': ὁ, [[σάκκος]], [[θύλακος]], Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 152, Ἑβδ. (Γέν. ΜΒ΄, 27, 28). ― Ἀμφότεροι οἱ τύποι [[ἐνίοτε]] φέρονται διὰ διπλοῦ π· καὶ μαρσύπιον ἢ -ειον ἀπαντῶσιν [[ὡσαύτως]] ὡς ἕτεραι ποικιλίαι. ― Ἡσύχ.: «μάρσιποι· οἱ γαστρίμαργοι. ἢ σάκκοι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μάρσιπος]] και [[μάρσιππος]])<br />[[σάκος]] από [[δέρμα]] ή στερεό ύφασμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[θύλακος]] που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη [[μεταφορά]] τών νεογνών τους<br /><b>2.</b> [[βαλίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>2.</b> [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική ( | |mltxt=ο (Α [[μάρσιπος]] και [[μάρσιππος]])<br />[[σάκος]] από [[δέρμα]] ή στερεό ύφασμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[θύλακος]] που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη [[μεταφορά]] τών νεογνών τους<br /><b>2.</b> [[βαλίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>2.</b> [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική ([[πρβλ]]. αρχ. περσ. <i>mars</i><i>ū</i>- «[[κοιλιά]]») δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάρσῐπος:''' ὁ, [[σάκος]], [[θύλακας]], Λατ. [[marsupium]], σε Ξεν. | |lsmtext='''μάρσῐπος:''' ὁ, [[σάκος]], [[θύλακας]], Λατ. [[marsupium]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=μάρσῐπος, ὁ,<br />a bag, [[pouch]], Lat. [[marsupium]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 8 January 2023
German (Pape)
[Seite 97] ὁ, od. μάρσυπος, auch μάρσιππος geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sac, valise, bourse.
Étymologie: cf. lat. marsupium.
Russian (Dvoretsky)
μάρσῐπος: ὁ мешок, сумка Xen., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
μάρσῐπος: ὁ, σάκκος, θύλακος, Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 152, Ἑβδ. (Γέν. ΜΒ΄, 27, 28). ― Ἀμφότεροι οἱ τύποι ἐνίοτε φέρονται διὰ διπλοῦ π· καὶ μαρσύπιον ἢ -ειον ἀπαντῶσιν ὡσαύτως ὡς ἕτεραι ποικιλίαι. ― Ἡσύχ.: «μάρσιποι· οἱ γαστρίμαργοι. ἢ σάκκοι».
Greek Monolingual
ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος)
σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα
νεοελλ.
1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους
2. βαλίτσα
αρχ.
1. κατάπλασμα
2. κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αρχ. περσ. marsū- «κοιλιά») δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
μάρσῐπος: ὁ, σάκος, θύλακας, Λατ. marsupium, σε Ξεν.