ἐκτράπελος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d'une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[d'une grosseur extraordinaire]], [[monstrueux]], [[énorme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:40, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A turning from the common course, perverse, strange, νόμοι Thgn.290, cf. Pherecr.145.23, Ael.NA14.9; ζῷα (i. e. Κύκλωπες) Hermog.Id.2.10; monstrous, of huge children, Plin.HN7.76. Adv. -λως, ἔσθων AP11.402 (Luc.). II odious, κέρδεα, ἔπος, prob. in Pi.P.1.92, 4.105.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1extraño, contrario al buen sentido o al orden natural de las cosas νόμοι Thgn.290, ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκιάς introduciendo extraños trinos (el poeta Timoteo), Pherecr.155.23
•impresionante, fuera de lo normal por su aspecto, de Jasón, Sch.Pi.P.4.156a.
2 desmesurado, monstruoso en su tamaño o apariencia σύνθετά τινα ζῷα ἢ ἐκτράπελα, οἷον Πήγασοι καὶ Γοργόνες Hermog.Id.2.10 (p.392), Ἀλκυονέα τὸν ἐκτράπελον Sch.Pi.I.6.47d
•neutr. subst. δεδιέναι ... τοῦ θαλαττίου (λέοντος) τῆς ὄψεως τὸ ἐ. temer la monstruosa apariencia del león marino Ael.NA 14.9, ἐκτραπέλους graeci uocant eos de niños deformes, Plin.HN 7.76.
II adv. -ως desmesuradamente ἔσθων ἐ. AP 11.402 (Luc.).
German (Pape)
[Seite 783] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.
Étymologie: ἐκτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτράπελος: исполинский Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτράπελος: -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, παράδοξος, ἀσυνήθης, Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.
English (Slater)
ἐκτράπελος out of place ἐκτράπελον (e Σ Heyne: ἐντράπελον codd.) (P. 4.105) ]
Greek Monolingual
ἐκτράπελος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται από τον συνηθισμένο δρόμο, ασυνήθιστος, παράδοξος
2. μισητός, απεχθής
3. (για υπερβολικά και πρόωρα ανεπτυγμένα παιδιά) τερατώδης.
Greek Monotonic
ἐκτράπελος: [ᾰ], -ον (ἐκτρέπομαι), αυτός που εκτρέπεται από το συνήθη δρόμο, παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Θέογν.
Middle Liddell
ἐκτρᾰ́πελος, ον [ἐκτρέπομαι]
turning from the common course, devious, strange, Theogn.