κεράστης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui a des cornes, cornu.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui a des cornes]], [[cornu]].<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:50, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράστης Medium diacritics: κεράστης Low diacritics: κεράστης Capitals: ΚΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kerástēs Transliteration B: kerastēs Transliteration C: kerastis Beta Code: kera/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A horned, ἔλαφος S.El.568; κάνθαρος Id.Ichn.300; of a ram, ὦ κεράστα E.Cyc.52 (lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27; Σάτυροι Luc.Bacch.1:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674. II as substantive, horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th.258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57; οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3. 2 pest which destroys fig trees, Thphr.HP4.14.5, 5.4.5.

German (Pape)

[Seite 1422] gehörnt; ἔλαφος Soph. El. 558; vom Widder, Eur. Cycl. 52 u. Sp.; – als subst., ὁ, die Hornschlange, Nic. Th. 260 D. Sic. 3, 508. Emp. adv. log. 1, 252; – auch ein der Feige schädlicher Käfer, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράστης, -ου [κέρας] vocat. sing. κεράστα gehoornd; subst. hoorndrager (ram); gehoornde slang.

Russian (Dvoretsky)

κεράστης: ου adj. m рогатый (ἔλαφος Soph.; Σάτυροι Luc.).
ου ὁ рогатая змея Diod., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κεράστης: -ου, ἡ, ἔχων κέρατα, ἔλαφος Σοφ. Ἠλ. 568· ἐπὶ κριοῦ, ὦ κεράστα Εὐρ. Κύκλ. 52· Σάτυροι Λουκ. Διόνυσ. 1· ― θηλ. κεραστίς, -ίδος, (οὐχὶ κέραστις, Ἀρκάδ. 35), ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ Προμ. 674. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄφις τις κερασφόρος, Λατ. cerastes, Διόδ. 3. 50, Νικ. Θηρ. 258. 2) ἔντομόν τι καταστρέφον τὰ σῦκα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4. 5.

Greek Monolingual

ο (Α κεράστης, θηλ. κεραστίς, -ίδος)
1. αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», Σοφ.)
2. κατασκευασμένος από κέρατοκεράστης αὐλός»)
3. γένος φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια viperidae
αρχ.
ονομασία εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -της που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].

Greek Monotonic

κεράστης: -ου, κλητ. κεράστα, , αυτός που έχει κέρατα, ἔλαφος, σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. κεραστίς, -ίδος, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κεράστης, ου,
horned, ἔλαφος Soph., Eur.:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, Aesch.