ἀερσίπους: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui lève le pied, rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />[[qui lève le pied]], [[rapide]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:55, 9 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.
Spanish (DGE)
-ποδος
• Alolema(s): ἀρσί- h.Ven.211, AP 7.717
• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie muy alto, veloz de caballos Il.18.532, 23.475, h.Ven.l.c., de una liebre AP l.c.
German (Pape)
[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀερσίπους -ουν, gen. -ποδος, contr. ἀρσίπους αἴρω, πούς die de poten (hoog) optilt.
Russian (Dvoretsky)
ἀερσίπους: стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.
Greek Monotonic
ἀερσίπους: ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το πόδι ψηλά, που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά ἦ ἵπποι ἀερσίποδες, σε Ομήρ. Ιλ.