ἐπιποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />voler sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ποτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />[[voler sur]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ποτάομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιποτάομαι Medium diacritics: ἐπιποτάομαι Low diacritics: επιποτάομαι Capitals: ΕΠΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epipotáomai Transliteration B: epipotaomai Transliteration C: epipotaomai Beta Code: e)pipota/omai

English (LSJ)

lengthd. for ἐπιπέτομαι, A fly or hover over, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378; Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται Id.Pers.668; γῆν καὶ θάλατταν Ph.2.200. II. float upon, ἀέρι Dsc.5.75; τῷ ὑγρῷ Porph.Antr.10.

German (Pape)

[Seite 972] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = ἐπιπέτομαι, darüber hinfliegen, wie Diosc.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
voler sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ποτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιποτάομαι: (pf. ἐπιπεπότημαι - дор. ἐπιπεπότᾱμαι) летать, носиться (над чем-л.): στυγία τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεποτάται Aesch. какая-то стигийская тьма нависла.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιποτάομαι: πρκμ. ἐπιπεπότημαι: Ἀποθ.: ― ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐπιπέτομαι, ἐφίπταμαι, ἵπταμαι ὑπεράνω τινός, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρί... πεπόταται Αἰσχύλ. Εὐμ. 379· στυγία τις ἐπ’ ἀχλὺς πεπόταται Πέρσ. 669· γῆν καὶ θάλασσαν ἐπιποτώμενοι Φίλων 2. 200. ΙΙ. ἐπιπλέω, ἐπιπολάζω, ἔτι δὲ κουφοτάτη ὡς δύνασθαι ἐπιποτᾶσθαι τῷ ἀέρι Διοσκ. 5. 85· τῷ ὑγρῷ Πορφύρ. π. Νυμφῶν Ἄντρου 10.

Greek Monotonic

ἐπιποτάομαι: παρακ. -πεπότημαι, αποθ., επιτετ. αντί ἐπιπέτομαι, πετώ ή ίπταμαι, αιωρούμαι πάνω από, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

perf. -πεπότημαι [lengthd. for ἐπιπέτομαι
Dep., to fly or hover over, Aesch.