ελληνίζω: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(11) |
m (Text replacement - "French: helléniser; Greek: ελληνίζω" to "French: helléniser; German: hellenisieren; Greek: ελληνίζω") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἑλληνίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους Έλληνες στη [[γλώσσα]], στον τρόπο ζωής κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[ειδωλολάτρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] και [[γράφω]] σωστά τα Ελληνικά<br /><b>2.</b> (για λόγο) διατυπώνομαι [[κατά]] το [[τυπικό]] της ελληνικής γλώσσας<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] την [[κοινή]] Ελληνική<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] τους Έλληνες<br /><b>5.</b> [[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[μαθαίνω]] την ελληνική [[γλώσσα]]. | |mltxt=(AM [[ἑλληνίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους Έλληνες στη [[γλώσσα]], στον τρόπο ζωής κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[ειδωλολάτρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] και [[γράφω]] σωστά τα Ελληνικά<br /><b>2.</b> (για λόγο) διατυπώνομαι [[κατά]] το [[τυπικό]] της ελληνικής γλώσσας<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] την [[κοινή]] Ελληνική<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] τους Έλληνες<br /><b>5.</b> [[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[μαθαίνω]] την ελληνική [[γλώσσα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[Hellenize]]=== | |||
Catalan: hel·lenitzar; Czech: helenizovat; Finnish: hellenisoida, kreikkalaistaa; French: [[helléniser]]; German: [[hellenisieren]]; Greek: [[ελληνίζω]]; Ancient Greek: [[Ἑλληνίζω]], [[ἑλληνίζω]], [[ἀφελληνίζω]], [[ἐξελληνίζω]]; Italian: [[ellenizzare]], [[grecizzare]]; Portuguese: [[helenizar]]; Spanish: [[helenizar]]; Turkish: Helenize etmek, Yunanlaştırmak; Vietnamese: Hy Lạp hóa, Hi Lạp hóa | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:09, 10 March 2023
Greek Monolingual
(AM ἑλληνίζω)
νεοελλ.
μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ.
αρχ.-μσν.
γίνομαι ειδωλολάτρης
αρχ.
1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά
2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό της ελληνικής γλώσσας
3. μιλώ την κοινή Ελληνική
4. ευνοώ τους Έλληνες
5. μετατρέπω κάτι σε ελληνικό
6. παθ. μαθαίνω την ελληνική γλώσσα.
Translations
Hellenize
Catalan: hel·lenitzar; Czech: helenizovat; Finnish: hellenisoida, kreikkalaistaa; French: helléniser; German: hellenisieren; Greek: ελληνίζω; Ancient Greek: Ἑλληνίζω, ἑλληνίζω, ἀφελληνίζω, ἐξελληνίζω; Italian: ellenizzare, grecizzare; Portuguese: helenizar; Spanish: helenizar; Turkish: Helenize etmek, Yunanlaştırmak; Vietnamese: Hy Lạp hóa, Hi Lạp hóa