δικαιώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(9)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δικιώνω]] (AM δικαιῶ, -<i>όω</i>- Μ και [[δικαιώνω]]) [[δίκαιος]]<br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ή κάποιον ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[δικαιολογώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[δικάζω]]<br /><b>4.</b> [[απαλλάσσω]] από [[κατηγορία]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <b>εκκλ.</b> απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δικαιώνομαι</i><br />εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου<br /><b>2.</b> <i>δικαιούμαι</i><br />έχω νόμιμο [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]] κατάλληλο, έχω [[αξίωση]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>3.</b> [[καταδικάζω]]<br /><b>4.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>5.</b> [[εκφέρω]] [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[βρίσκω]] το δίκιο μου.
|mltxt=και [[δικιώνω]] (AM [[δικαιῶ]], [[δικαιόω]] Μ και [[δικαιώνω]]) [[δίκαιος]]<br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ή κάποιον ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[δικαιολογώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[δικάζω]]<br /><b>4.</b> [[απαλλάσσω]] από [[κατηγορία]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <b>εκκλ.</b> απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δικαιώνομαι</i><br />εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου<br /><b>2.</b> <i>δικαιούμαι</i><br />έχω νόμιμο [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]] κατάλληλο, έχω [[αξίωση]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>3.</b> [[καταδικάζω]]<br /><b>4.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>5.</b> [[εκφέρω]] [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[βρίσκω]] το δίκιο μου.
}}
}}

Latest revision as of 22:22, 22 March 2023

Greek Monolingual

και δικιώνω (AM δικαιῶ, δικαιόω Μ και δικαιώνω) δίκαιος
1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο
2. δικαιολογώ, υπερασπίζω
3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω
4. απαλλάσσω από κατηγορία
5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες
νεοελλ.
παθ.
1. δικαιώνομαι
εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου
2. δικαιούμαι
έχω νόμιμο δικαίωμα
αρχ.
1. νομίζω κατάλληλο, έχω αξίωση, απαιτώ κάτι ως δίκαιο
2. συναινώ, επιτρέπω
3. καταδικάζω
4. κολάζω, τιμωρώ
5. εκφέρω κρίση
6. μέσ. απονέμω δικαιοσύνη
7. παθ. βρίσκω το δίκιο μου.