ἰδιωτισμός: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idiotismos | |Transliteration C=idiotismos | ||
|Beta Code=i)diwtismo/s | |Beta Code=i)diwtismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[way of a common person]] or [[fashion of a common person]], Epict.''Ench.''33.6, S.E.''M.''1.67, Dam.''Isid.''223; in language, [[homely]], [[vulgar phrase]], Phld.''Po.''2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[argumentum ad hominem]], usually in the form of a [[hypothetical]] [[question]], Rufin.''Fig.''10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[простой образ жизни]], [[жизнь простонародья]] Sext.;<br /><b class="num">2</b> [[язык простонародья]], [[разговорный язык]], [[просторечие]] Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 16:52, 1 May 2023
English (LSJ)
ὁ,
A way of a common person or fashion of a common person, Epict.Ench.33.6, S.E.M.1.67, Dam.Isid.223; in language, homely, vulgar phrase, Phld.Po.2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.
2 Rhet., argumentum ad hominem, usually in the form of a hypothetical question, Rufin.Fig.10.
German (Pape)
[Seite 1238] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιωτισμός: ὁ
1 простой образ жизни, жизнь простонародья Sext.;
2 язык простонародья, разговорный язык, просторечие Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιωτισμός: ὁ, τρόπος ἰδιώτου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 67· ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, κοινὸν ἢ χυδαῖον ἰδίωμα, Λογγῖνος 31, Διογ. Λ. 7. 59. ΙΙ. ἰδιωτικὴ ζωή, Βυζ.· ἰδιωτικὴ συνομιλία, Ἰούλιος Ρουφινιανός (Jul. Rufin. de Fig. σ. 203).
Greek Monolingual
ο (Α ἰδιωτισμός)
νεοελλ.
ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)
αρχ.
1. ο τρόπος του ιδιώτη
2. κοινό λαϊκό ιδίωμα
3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. idiotism, γαλλ. idiotisme) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα φράση, της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «διαλεκτικός τ. ή φράση, ιδιωματισμός»].