κυνόπρηστις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνόπρηστις]] ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)<br />δηλητηριώδες [[σκαθάρι]] του οποίου το [[δάγκωμα]] [[είναι]] θανατηφόρο για τα σκυλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρηστις</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του [[πίμπρημι]] [[πρβλ]]. αόρ. <i>πρή</i>-<i>σαι</i>), [[πρβλ]]. <i>ναύ</i>-<i>πρηστις</i>].
|mltxt=[[κυνόπρηστις]] ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)<br />δηλητηριώδες [[σκαθάρι]] του οποίου το [[δάγκωμα]] [[είναι]] θανατηφόρο για τα σκυλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρηστις</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του [[πίμπρημι]] [[πρβλ]]. αόρ. <i>πρή</i>-<i>σαι</i>), [[πρβλ]]. [[ναύπρηστις]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, <i>ein [[giftiger]] [[Käfer]]</i>, von [[dessen]] Bisse die [[Hunde]] [[aufschwellen]] od. [[sterben]], Hesych. Vgl. [[βούπρηστις]].
|ptext=ιδος, ἡ, <i>ein [[giftiger]] [[Käfer]]</i>, von [[dessen]] Bisse die [[Hunde]] [[aufschwellen]] od. [[sterben]], Hesych. Vgl. [[βούπρηστις]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόπρηστις Medium diacritics: κυνόπρηστις Low diacritics: κυνόπρηστις Capitals: ΚΥΝΟΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: kynóprēstis Transliteration B: kynoprēstis Transliteration C: kynopristis Beta Code: kuno/prhstis

English (LSJ)

(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.

Greek Monolingual

κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύπρηστις].

German (Pape)

ιδος, ἡ, ein giftiger Käfer, von dessen Bisse die Hunde aufschwellen od. sterben, Hesych. Vgl. βούπρηστις.